20 Ιουν 2011

Διαπλανητικά χρέη και αριστερά

Ολο και πιο συστηματικά, το τελευταίο διάστημα, διάφοροι έγκριτοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές, η πλειονότητα των οποίων ανήκει στην κομμουνιστική και μη αριστερά, επικαλούνται στοιχεία για τα συνολικά (δημόσια και ιδιωτικά) εξωτερικά χρέη διαφόρων (ευρωπαϊκών και μη) οικονομιών (ενδεικτικά, βλ. πίνακα 1), προκειμένου να αποδείξουν ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα εξωτερικού χρέους.
Ειδικότερα, συγκρίνουν το εξωτερικό χρέος της με αυτό π.χ. της Γερμανίας ή της Βρετανίας και, έτσι, συμπεραίνουν ότι η χώρα μας έχει -«αδίκως» (τρόπον τινά)- στοχοποιηθεί από τα γνωστά κέντρα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, τη στιγμή που το «πρόβλημα του εξωτερικού χρέους» είναι πανευρωπαϊκό (ή, ακόμα, παγκόσμιο).
Κάθε άνθρωπος, όμως, που δεν έχει χάσει τη λογική του αναρωτιέται: Αφού όλες, δήθεν, οι χώρες χρωστάνε, σε ποιον ή ποιους χρωστάνε; Μήπως στην Κίνα; Οχι, διότι τα στοιχεία του πίνακα 1 δείχνουν ότι ακόμα και αυτή χρωστάει το 7% του ΑΕΠ της. Μήπως οι λεγόμενες ανεπτυγμένες οικονομίες χρωστάνε σε αυτές του Τρίτου Κόσμου; Ούτε αυτό επαληθεύεται, όμως, από τα συνολικά στοιχεία (που χάριν συντομίας δεν παραθέτουμε εδώ). Τελικά, λοιπόν, μήπως χρωστάνε σε όντα από άλλους πλανήτες, δεδομένου ότι, σύμφωνα πάλι με τον πίνακα 1, το εξωτερικό χρέος του πλανήτη, για το 2009, ανέρχεται στο 98% του ακαθάριστου προϊόντος του;
Η αλήθεια είναι άλλη, εξαιρετικά απλή και τετριμμένη, ακόμα και για πρωτοετείς κοινωνικών επιστημών: Κάθε επιμέρους χώρα δύναται να εμφανίζει πλεονασματικό, ισοσκελισμένο ή ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στην κατά σειρά πρώτη περίπτωση οι αποταμιεύσεις της υπερβαίνουν τις επενδύσεις της και, έτσι, αγοράζει περιουσιακά στοιχεία από άλλες χώρες (συμπεριλαμβανομένων των δανείων που τους δίνει μέσω π.χ. της αγοράς ομολογιών), ενώ στην τελευταία περίπτωση οι επενδύσεις της υπερβαίνουν τις αποταμιεύσεις της και, έτσι, πουλάει περιουσιακά στοιχεία σε άλλες χώρες (συμπεριλαμβανομένων των δανείων που παίρνει μέσω, π.χ. της πώλησης ομολογιών - αναλυτικά, βλ. π.χ. Krugman και Obstfeld, 2003, κεφ. 12 και 22). Σε παγκόσμια κλίμακα, όμως, το συνολικό άθροισμα των αγοραπωλησιών περιουσιακών στοιχείων ισούται με το μηδέν (προφανώς!) και, συνεπώς, το άθροισμα όλων των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών ισούται κατ' ανάγκην (ή ταυτοτικά, όπως γράφουν οι οικονομολόγοι) με το μηδέν. Επεται, λοιπόν, ότι είναι αδύνατον όλες οι χώρες να εμφανίζουν εξωτερικό χρέος την ίδια χρονική στιγμή. Και τότε πώς εξηγούνται τα στοιχεία του πίνακα 1; Το «μυστικό» είναι ότι αυτά τα στοιχεία αφορούν, ακριβώς, ό,τι στις επίσημες στατιστικές αποκαλείται «ακαθάριστο εξωτερικό χρέος» («gross external debt»), το οποίο αποτυπώνει τι χρωστάει η χώρα, αλλά όχι τι της χρωστάνε ή το καθαρό αποτέλεσμα. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τα στοιχεία του πίνακα 1 είναι τελείως άσχετα με τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται. Μάλιστα, εμφανίζουν, «ταχυδακτυλουργικά», χώρες με συστηματικά πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οι οποίες αυξάνουν, συνεπώς, συστηματικά τον καθαρό εξωτερικό πλούτο τους, να χρωστούν π.χ. περί το μισό του ΑΕΠ τους ή μιάμιση φορά το ΑΕΠ τους (βλ. στον πίνακα 1 την Ιαπωνία ή τη Γερμανία, αντιστοίχως).
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει εισαχθεί στις επίσημες στατιστικές το μέγεθος «Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση» (ΚΔΕΘ - «Net International Investment Position»), το οποίο αποτυπώνει το ύψος των διεθνών υποχρεώσεων και απαιτήσεων μιας χώρας, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (τέλος τριμήνου και τέλος έτους). Αναλόγως, λοιπόν, του προσήμου της, θετικού ή αρνητικού, η ΚΔΕΘ δηλώνει ότι μια χώρα είναι καθαρός πιστωτής ή χρεώστης, αντιστοίχως, έναντι του υπολοίπου κόσμου. Ετσι, όταν κοιτάξει κανείς τα στοιχεία για την ΚΔΕΘ, η αλήθεια αποκαθίσταται (βλ. πίνακα 2): για παράδειγμα, η Γερμανία είναι καθαρός πιστωτής (37% του ΑΕΠ της), ενώ η Ελλάδα και η Ιρλανδία είναι καθαροί χρεώστες (76% και 58% των ΑΕΠ τους, αντιστοίχως). Τέλος, διευκρινίζεται ότι τα στοιχεία για την ΚΔΕΘ δεν συμπίπτουν, επακριβώς, με αυτά για το «καθαρό εξωτερικό χρέος», διότι, πρώτον, συμπεριλαμβάνουν τις καθαρές υποχρεώσεις από άμεσες επενδύσεις και μετοχές και, δεύτερον, η μεταβολή της ΚΔΕΘ μεταξύ της αρχής και του τέλους μιας χρονικής περιόδου ισούται με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυτής της περιόδου συν την επίπτωση της μεταβολής των τιμών αγοράς («valuation effect»), με τις οποίες αποτιμώνται τα χρηματοοικονομικά μέσα που διαμορφώνουν το ύψος των υποχρεώσεων και απαιτήσεων (για παράδειγμα, μια πτώση των τιμών των μετοχών ελληνικών εταιρειών που κατέχουν μη κάτοικοι της χώρας οδηγεί, σταθερών όλων των άλλων, σε βελτίωση της ΚΔΕΘ της Ελλάδας, γεγονός που πράγματι συνέβη το 2008: βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2010, σελ. 28).
Ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα, πρέπει να τονιστεί ότι η ΚΔΕΘ της χειροτερεύει συστηματικά: από το -35,3% του ΑΕΠ το 1999 έφθασε στο -100%, περίπου, του ΑΕΠ (δηλ. στα 228 δισ. ευρώ) στο τρίτο τρίμηνο του 2010. Η Ελλάδα (όπως και όλος ο ευρωπαϊκός «Νότος») είναι, λοιπόν, μια συγκριτικά υπερχρεωμένη χώρα και αυτό ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που εντάχθηκε στην ΟΝΕ. Και είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά το έτος που ξέσπασε η κρίση (δηλ. το 1999), το καθαρό εξωτερικό χρέος της Αργεντινής ανερχόταν μόλις στο 6% του ΑΕΠ της και στο 64% των εξαγωγών της, ενώ της Ελλάδας ανέρχεται, το 2009, στο 103% του ΑΕΠ της και στο 512% των εξαγωγών της (τα αντίστοιχα μεγέθη για την Ισπανία είναι 65% και 274% και για την Πορτογαλία 122% και 441%).
Οι έγκριτοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές της αριστεράς, με την εσφαλμένη ανάγνωση και ερμηνεία στοιχείων του εξωτερικού χρέους, συσκοτίζουν την πραγματικότητα που δημιούργησε το «σύστημα ευρώ» και, κατ' επέκταση, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τον λόγο ύπαρξης, τους στόχους και τις αντιφάσεις της. Ακόμα και τώρα (ή ακριβώς τώρα), όπου τα γεγονότα «μιλάνε» από μόνα τους.
ΥΓ.: Ομολογούμε ότι το παρόν άρθρο εμφορείται από ταπεινά, αντιευρωπαϊκά και εθνικιστικά αισθήματα. Οντως πραγματοποιούνται συναλλαγές με πλανήτες εντός, αλλά και εκτός, του ηλιακού συστήματος, παρά το αστρονομικό κόστος μεταφοράς. Εξάλλου, με αυτό το ζήτημα έχουν ασχοληθεί διαπρεπείς θεωρητικοί του διεθνούς εμπορίου, όπως ο Jeffrey Α. Frankel (1975) και ο νομπελίστας Paul Krugman (2010). Ο πλανήτης Γη είναι καταχρεωμένος και το 2012 πλησιάζει.
* Ο Θ. Μαριόλης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ο Κ. Παπουλής είναι πολιτικός μηχανικός με μάστερ στην Περιφερειακή Ανάπτυξη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More