15 Φεβ 2013

Σαν σήμερα γεννιέται ο ποιητής Κώστας Βάρναλης (2 μέρος)

ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ
…Κάτι γλυκοχάραζε στον ορίζοντα. Οι φίλοι του Δάσκαλου, τα πνευματικά σωματεία, οι Δήμοι της Αθήνας και του Πειραιά… ετοίμαζαν μια Βαρναλική μέρα. Τα πενήντα χρόνια της πνευματικής του δημιουργίας.
Το μαθαίνει κείνος και βγαίνει απ΄ τα ρούχα του. Σηκώνεται και –μια και δυο- τραβάει ολόισα στα Γραφεία της Εταιρείας Λογοτεχνών.
-Έφτασαν στ΄ αφτιά μου κάτι άσκημες φήμες… λέει στον Κουκούλα που κείνον των καιρό ήταν πρόεδρος.
-Ουφ… τις φήμες ακούς καημένε Δάσκαλε;
-Όπου βγαίνει καπνός δε λείπει η φωτιά. Έννοια σου συ.
-Ε, καλά. Πες μας… Τι λένε αυτές οι φήμες;
-Ότι κάτι σκαρώνετε πίσω απ΄ την πλάτη μου. Γιορτές ή μνημόσυνα… κάτι τέτοιο. Για κοιτάτε καλά! Θα βγω να σας καταγγείλω! Δεν δέχομαι διασυρμούς.
-Μα τι διασυρμούς Δάσκαλε; Εσύ τι ανάμιξη έχεις; Εμείς τα ετοιμάζουμε αυτά.
-Άσε και  ξέρω γω πως τα ετοιμάζουνε όλα αυτά τα μασκαραλίκια.
-Εδώ είναι η Επιτροπή Εορτασμού.
-Ξέρω. Προβάλλεται η Επιτροπή Εορτασμού για να μη φανεί ο τιμώμενος που τρώει τα λυσσακά του για να επιδειχθεί. Έτσι γίνονταν πάντα!
-Να μα τώρα που δε γίνεται.
-Ποιος θα το πιστέψει ότι εγώ είμαι αθώος του εγκλήματος; Δε νομίζετε ότι πριν απ΄ την οργάνωση όλης αυτής της δυσφημιστικής εκστρατείας έπρεπε να ρωτηθεί και το…θύμα; […] Περιμένετε να πεθάνω μωρέ κι ύστερα κάνετε ό, τι θέλετε. Τότε δε θα μπορώ να σας εμποδίσω. Τώρα μπορώ. Και σας εμποδίζω!
Ο Κουκούλας προσπαθούσε να τον καλμάρει.
-Άκου Δάσκαλε. Θα σου πω κάτι που, φυσικά, το ξέρεις. Και το ξέρει κι ο κόσμος όλος. Ότι δε σ΄ αρέσουν τα τέτοια. Ότι δεν είσαι καθόλου –όπως λέει ο Λαός- «φιγουρατζής». Συνεπώς θα το καταλάβει ότι πραγματικά, εσύ δεν είχες καμία ανάμιξη.
-Χμ… ξέρει αυτό, αλλά ξέρει και κάτι άλλο. Ότι καμία τέτοια τιμητική γιορτή δεν έγινε ποτέ χωρίς ο τιμώμενος να χει χώσει το χεράκι του. Γι΄ αυτό δε θα πιάσει. Άσε. Η καλύτερη λύση είναι να περιμένετε να πεθάνω. Τότε κανένας δε θα στάξει το φαρμάκι του –όσο κακή γλώσσα κι αν έχει.
[…]
-Είδες τι ρεζιλίκια μου σκαρώσανε… μου λέει με παράπονο.
-Τα είδα και γέμισε η καρδιά μου αγαλλίαση.
-Έτσι; Καλά… Θα σε συγυρίσω κι εσένα. Αλλά τώρα δε σηκώνει ο τόπος.
Άρχισε η γιορτή σε ατμόσφαιρα αγάπης, πάθους και λατρείας λαϊκής.
Σε μια γωνιά φαινόταν καθισμένος κι εκείνος ν΄ ακούει (ευτυχώς… να μην ακούει) τα όσα του ξομπλιάζανε. Ένα έχω να συστήσω στους μελλοντικούς φίλους του. Να μην αρχίζουνε μπροστά του τα παινέματα. Θα τους βρίσει, θα τους κατσαδιάσει, και θα φύγει. Δε λέω υπερβολές.
Τέλος οι πανηγυρισμοί κάποτε πήραν τέλος. Και, στη σκηνή, κλήθηκε ο τιμώμενος –ίσα ίσα την ώρα που… το ‘σκαζε. Με τραβολογήματα τον γύρισαν πίσω και τον ανέβασαν απάνω. Τι ήταν εκείνο!… Τι σάστισμα… Τι ντροπαλοσύνη… Τι αμηχανία αγνού ανεπιτήδευτου ανθρώπου, και τι κάκιωμα μικρού παιδιού!
[…]
-Ακούστε… λέει στο κοινό σα ζεματισμένος. Εγώ… Εγώ δεν τα ήθελα αυτά. Τσακώθηκα και μαζί τους, τους φοβέρισα. Αν θέλετε ρωτήστε τους. Γιατί μου τα κάνανε όλα αυτά; Εγώ ακόμα ζω. Πάνε δηλαδή με το ζόρι να με κάνουνε «μεταστάντα»;
-Για να σε τιμήσουμε το κάναμε Δάσκαλε… λέει δυνατά απ΄ τη θέση του Προεδρείου ένα μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής. Να τιμήσουμε το ζωντανό έργο ενός ζωντανού ανθρώπου.
-Και τότες γιατί βάλατε τη λέξη «πενηντάχρονα»! Όλοι αυτοί εκεί κάτω ξέρουνε αριθμητική και θα με βγάλουνε… γέρο!
Ήταν τόσο ειλικρινής… τόσο αγνός κι απροσποίητος στο παράπονό του που ολόκληρο το ακροατήριο σηκώθηκε όρθιο και τον χειροκροτούσε με λατρεία.
-Να τους πείτε να αναγνωρίσουν το λάθος τους… λέει στο κοινό δείχνοντας την Οργανωτική Επιτροπή. Έχω αρκετά δικά μου λάθη. Δε χρειάζεται να πληρώνω και ξένα. Εγώ ξέρω ότι το χρεός του ποιητή δεν είναι ν΄ ανεβαίνει στα παλκοσένικα και να κορδακίζεται σαν πυγμάχος. Είναι να βάζει τα δυνατά του ν΄ ανεβάσει τη ζωή ένα σκαλί πιο πάνω.

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Ο Δάσκαλος δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια –ίσα ίσα για ν΄ αποκρύψει την «κλίση» του στο θήλυ, κλίση απαρομοίαστα σφοδρή.
Πόσοι δεν πάσκισαν να γαντζωθούν απ΄ αυτό και να τον διασύρουν, να τον μειώσουν, για ν΄ ανακόψουν –έτσι νόμιζαν- την πλημμυρίδα του λαού που μαγνητιζόταν απ΄ τη λαϊκή του προσωπικότητα.
«Ε δεν είναι ντροπή σε μιαν τέτοιαν ηλικία ν΄ αγαπά;» ήταν η πληκτική και ανόητη επωδός κάποιων ξεπλυμένων τύπων που η μόνη τους δραστηριότητα ήταν να κατηγορούν την δραστηριότητα των άλλων.
Αλλά αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν η αναγνώριση ότι ξόφλησαν. Ο Έρωτας είναι παράπτωμα; Ο Έρωτας είναι ντροπή; Μα… αρνούμαι να αγαπώ θα πει αρνούμαι να ζήσω. Εφόσον η ψυχή του ανθρώπου φέγγει η όψη του κόσμου οφείλει να είναι ηλιόλουστη. Μ΄άλλα λόγια ερωτευμένη. Ως πότε; Ώσπου να σβήσει –όχι το φως- το φως θα φέγγει- μα ώσπου να σβήσει ο άνθρωπος. Μερικοί προσπάθησαν να «διαιρέσουν» το Βάρναλη  -να καταδικάσουν τον μισό, και τον άλλον μισό να τον δοξάσουν. Κακορίζικη διαίρεση. Ήταν κι άλλοι που τον καταδίκαζαν χοντρικά όλον. Και άλλοι πάλι τον αθώωναν χοντρικά όλον.
Δε θέλω να περάσω από τέτοιες λογιστικές κατατάξεις. Επειδή όμως στο κεφάλαιο αυτό τον αδίκησαν πολύ, πλήγωσαν τον άνθρωπο, θα προσπαθήσω ν΄ ασχοληθώ με τον άνθρωπο.
Μια μέρα μια κοπέλα που ήξερε ότι τον είχα φίλο ήρθε να με βρει. Ήταν γεμάτη παράπονο. Ο ποιητής μας την απογοήτευσε.
-Συγνώμη… τη διέκοψα. Ο ποιητής ή ο άνθρωπος;
-Μα… δεν είναι το ίδιο;
Υποχρεώθηκα να της κάνω μια μικρή διάλεξη.
-Όχι, της είπα. Ο ποιητής είναι αυτός που ήθελε να είναι. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που μ π ο ρ ε ί να είναι. Η ποίηση είναι αγώνας να γίνεις καλύτερος. Γιατί δεν εκτιμάται αυτόν τον ευγενικό αγώνα; Όσο κακός κι αν σας φάνηκε ο Βάρναλης τον σώζει κάτι: Η δίψα να γίνει καλύτερος. Προσέξτε όμως. Αν νικήσει χάθηκε. Θα ψευτίσει. Θα γίνει τ έ λ ε ι ο ς. Δεν το ξέρετε; Καλοσύνη δεν υπάρχει. Καλοσύνη είναι ο αγώνας να γίνεις καλός. Αλλά τι κακό σας έκανε αυτός ο άνθρωπος και σας απογοήτεψε;
-Μου έκανε… «κρούσεις». Καταλαβαίνετε τι είδους.
-Ερωτικές. Μα τότε θα πρεπε να σας απογοητέψει σαν άντρας, όχι σαν ποιητής.
[…]
-Σας ρωτώ όμως. Επιτρέπεται στην ηλικία του να χει έναν τέτοιον ερωτικό πληθωρισμό;
Άρχισα τα γέλια.
-Απευθυνθείτε στη μητέρα Φύση, της λέω. Και…συγχαρείτε την. Ως τώρα όλα τα «ασθενή» σημεία του Βάρναλη περιορίσθηκαν στο σ θ έ ν ο ς του. Κανένας δεν τον είπε «ιδιοτελή», «άρπαγα», «συκοφάντη», «μικροπρεπή», «ύπουλο», «μικρόψυχο». Κανείς. Όλοι τον είπαν «ερωτιάρη». Και νομίζουν ότι μ΄ αυτό ξοφλούν! Τι να κάνουν οι καημένοι; Έπρεπε να βρισκαν κι αυτοί κάτι. Αν δεν έβρισκαν θα μεναν απαρηγόρητοι. […] Αλλά για πέστε μου… θυμώσατε πολύ που σας έκανε αυτές τις… κρούσεις;
-Δε θύμωσα. Απογοητεύτηκα. Ένας τόσο μεγάλος ποιητής να φέρεται όπως ένας μανάβης.
-Θα θελα να ξέρω… τόσο διαφορετικοί ανατομικά είναι ένας ποιητής κι ένας μανάβης; Έίσθε σκληρή κοπέλα! Θα πρεπε λοιπόν να είναι «ανάπηρος» ένας ποιητής για να μη σας απογοητέψει;

«ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ»
…Δεν υπήρχαν τερτίπια της ταβέρνας, νόμοι του κρασιού, που να μην τα ξερε. Και γι΄ αυτό σ΄ όλη του τη ζωή δεν υπέκυψε ποτέ. Δεν παραπάτησε, δεν μπέρδεψε τη γλώσσα του, ούτε τα βήματά του. Γνώρισα ανθρώπους με θλιβερά γεράματα. Άλλους μ΄ αισιόδοξα ή με γκρινιάρικα. Τα σφριγηλά όμως και θυμοειδή γεράματα του Βάρναλη δεν τα γνώρισα σε κανέναν. Δεν ήταν σε τίποτα αναρχούμενος. Ούτε και μισοήξερε κάτι. Ή το ξερε ή το αγνοούσε. Ήταν όμως και μερικά πράγματα που τα αγνοούσε θεληματικά. Βαριόταν να τα μάθει, γιατί τα θεωρούσε αδιαφόρετα  «νερομπούλια». Κείνος αναζητούσε πάντα την ουσία των πραγμάτων, την ψίχα τους. Και δεν την γευόταν μόνο με το στόμα. Την έπαιρνε με όλες του τις αισθήσεις, και με μία επιπλέον. Δεν γνώρισα ακόμα άνθρωπο που να χαράμισε λιγότερο τη ζωή. Και πως; Ψιλοβελονιά, με αργό και μερακλίδικο ρυθμό. Αργυραμοιβός του πάθους του. Μεράκι και στα ελάχιστα, σεβντάς και στα παραμικρά. Και στο τάβλι, και στο κουβεντολόι, και στην Τέχνη, και στη Γυναίκα.
Αποστρεφόταν πάντα τη δεύτερη ποιότητα. Άμα δεν είχε ψωμί έτρωγε «παντεσπάνι», δεν έτρωγε κουραμάνα. Το ίδιο έκανε και με την παρέα του. Δεν συναναστρεφόταν ποτέ μυξολόγιους. Ή θα ήταν αληθινοί λόγιοι ή θα ταν Λαός, αμόλευτος, χωρίς πασαλείμματα. Μεγαλύτερη ακαταστασία και μεγαλύτερη πληγή στη ζωή θεωρούσε την ημιμάθεια. Αποστρεφόταν φανατικά τους φανφαρόνους, τους ξιπασμένους, τους βερμπαλιστές, τους κούφιους ωραιολόγους και τους κακορίζικους. Σιχαινότανε προπάντων τους «αριστοκρατίζοντες» φτωχούς καθώς και του «πτωχοπροδρομικούς» αριστοκράτες.
[…]
Παστρικά λόγια, λαγαρές καταστάσεις, χωρίς ψευδώνυμα.

«ΚΛΕΙΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ…»
…Μερικοί απρόσεχτοι τον είπαν «ευδαιμονιστή», «φίλαυτο» (Κώστας κερνά-Κώστας πίνει). Θα τους φανεί πολύ απροσδόκητη αυτή η αποκάλυψη.
Μόνο στους βιαστικούς κι επιπόλαιους φαίνονταν έτσι. Αλλά –κι αυτοί- αναγνώριζαν τη «μαστοριά» του στο στίχο. Ηλιθιότητα. Σα να ταν τυχαία η μαστοριά, κάτι θεόπεμπτο και όχι προϊόν της τυράγνιας, της υπομονής και της αγρύπνιας. Αλλά ξέρω τι ήθελαν. Ήθελαν να βλέπουν τον Βάρναλη «ποιητή» και στην ταβέρνα, ποιητή και στο δρόμο, ποιητή και στις παρέες. Αλλά ο Βάρναλης όταν έβγαινε έξω άφηνε τον ποιητή στο σπίτι. Και κυκλοφορούσε με τον Κώστα, τον Κωσταντή (γεια σου Κωσταντή βαρβάτε!). Κυκλοφορούσε με τον απλό, λαϊκό πολίτη. Σαν τον έβλεπαν μερικοί που τον αγνοούσαν φυσιογνωμικά απόμεναν. «Αυτός είναι ο Βάρναλης; έλεγαν. Αδύνατο!»
Πως έπρεπε να είναι; Να χει δηλαδή τη «σφραγίδα» του θεού; Αυτό έπαθε κι ο Σικελιανός και σιγά σιγά έχασε το όνομά του. Όλοι τον έλεγαν «Ποιητή». Ο Σικελιανός δεν ήξερε να διχαστεί. Κάποτε βρέθηκε στο σταυροδρόμι… Ανακάλυψε ότι δε μπορούσε να ζει και με τις δύο μαζί ιδιότητες. Και πέταξε τη μία. Έμεινε ποιητής. Στο ίδιο σταυροδρόμι βρέθηκε κι ο Βάρναλης. Κάποιον έπρεπε να μανταλώσει. Από κάποιον ν΄ απαλλαγεί. Και δεν άργησε να διαλέξει. Κλείδωσε τον ποιητή και κράτησε τον πολίτη.

ΒΑΡΝΑΛΗΣ vs ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
…Ο Βάρναλης δεχόταν την ποίηση του Σικελιανού, δεχόταν τον Σικελιανό αλλά δε τον θαύμαζε. Ο Σικελιανός όμως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς θαυμασμό. Ε, αυτό ήταν το μυστικό.
-Είναι καμπανιστή…, έλεγε, περίτεχνη (εννοούσε τη Σικελιανή ποίηση), παίρνει πόζα. Ας κάτσει ήσυχα. Δε θα γίνει και Αισχύλος.
[…]
-Ήταν αριστοκράτης! φώναξε μια μέρα ο Βάρναλης.
-Γιατί; ρώτησα.
-Φαντάσου… Δεν είπε ποτέ τη λέξη «ρε». Φτουραίνει ποτές άνθρωπος που δεν ξέρει να βρίσει; Πόσο είχε δίκιο! Τόσα χρόνια και μόνο τότε το ανακάλυψα. Ο Σικελιανός δεν έβρισε ποτέ. Κοίτα ανακάλυψη! Και ποτέ δεν του φυγε απ΄ τα χείλη του κάτι αγοραίο. Ίσως όχι γιατί το αποστρεφόταν μόνο. Αλλά ίσως και να το αγνοούσε.

Η «ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΗ» ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ
…Ο Δάσκαλος -τώρα που γράφω- είναι πολύ μακριά. Δεν ξέρω την στάση του. Υπάρχουν όμως άνθρωποι για τους οποίου και μόνη η αμφιβολία αποτελεί βρισιά. Για το Βάρναλη δεν έχουμε δικαίωμα ν΄ αμφιβάλλουμε. Δεν είναι βαρήκοος ο ίδιος. Είναι βαρήκοα τα αφτιά του. Η συνείδησή του ποτέ. Φτάνει να σκεφτεί κανείς ότι ενώ γι΄ άλλους η «τοποθέτησή» τους στάθηκε σωτήρια… Κι έδρεψαν απ΄ την έπαλξή τους πλούσιους καρπούς, και στεφάνους, και υμνολόγια… Ο Βάρναλης είχε μόνο παραμερισμούς, φαρμάκια και, πολλές, «τυχαίες»- αλλά όχι και τόσο αθώες- παρασιωπήσεις.
Όταν βγήκε η συλλογή του «Ελεύθερος Κόσμος» το 1966, απλώς συνεχίσθηκαν οι υστερικοί πανηγυρισμοί γύρω από ένα άλλο –το αιώνια και αηδιαστικά μονότονα προβαλλόμενο απ΄ την Αριστερά όνομα. Ο Βάρναλης τυλίχθηκε στα υφάδια της «διακριτικής» σιωπής. Και χρειάστηκε να υψώσουμε φωνή απ΄ την αφανή γωνιά μας εμείς οι ξενιτεμένοι για να τους υπομνήσουμε την παρουσία του πατριάρχη…ανάμεσά τους.
Σίγουρα δεν θα τολμούσαν να καταπιούν τη γλώσσα τους αν ο Βάρναλης ήταν από κείνους που συνηθίζουν να ξεσπαθώνουν σαν τους τρώνε το δικό τους δίκιο. Αλλά ήξεραν. Ο Βάρναλης δεν είναι ούτε από κείνους που κάνουν παφλασμούς γύρω από την «αφάνειά» τους. Ο Βάρναλης δεν καταδέχτηκε ποτέ να γίνει «πλασιέ» της δικής του αξίας. Κι αυτή τη στάση την κράτησε με συνέπεια απ΄ την χοχλακιασμένη νιότη του ως τα τιμημένα και άσπιλα γεράματά του.
[…]
Ο Ποιητής μας δεν ικέτεψε, δεν κολάκεψε, δεν κλαψούρισε. Έμεινε ως το τέλος αυτό που ήταν και έπρεπε να είναι: Ο ακέραιος, ο αδιάφθορος, ο αναπαλλοτρίωτος.
[…]
(Ο κόσμος του) ήταν και έμεινε ο κόσμος των χαμηλών σπιτιών και των ταπεινών κρασοπουλιών –όπου μοιράζουν το κρεμμύδι και την ελιά στη μέση.  Κι απ΄ τις νοθείες που υπάρχουν στον κόσμο τέσσερις μόνο δε δέχθηκε. Τη νοθεία στην Ιδέα, στο κρασί, στον Έρωτα και στην Ποίηση. Γι΄ αυτό όταν λέμε ποιητής δεν εννοούμε «ένας ακόμα ποιητής». Εννοούμε ο ποιητής. Ο ποιητής του Λαού, ο βάρδος, ο πρώτος μέσα σ΄ όλους τους βάρδους, υμνωδούς, μαστόρους και πελεκητές του. Και –το λέω άλλη μια φορά- δεν θα χρειαστούν αιώνες για να πάρει τη θέση του στη Λυρική μας πινακοθήκη. Είναι από τώρα βαλμένος εκεί πλάι στους κλασικούς και ανέσπερους όλης της πατρίδας μας.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Ο Κονταρομάχος (Κ. Βάρναλης), Εκδόσεις Δωρικός.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More