12 Αυγ 2013

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ: ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΑΥΡΟΥΔΕΑ*
ImageΑπό το 2009 η Ελλάδα βρίσκετε στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής δυστυχώς για τους χειρότερους δυνατούς λόγους. Η κρίση της Ελληνικής οικονομίας θεωρείται ότι επηρεάζει (δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος της) την πορεία της χειμαζόμενης (μετά την παγκόσμια κρίση του 2007-8) διεθνούς οικονομίας. Το κείμενο αυτό παρουσιάζει τις τρεις βασικές ανταγωνιστικές προσεγγίσεις που έχουν προταθεί για να εξηγήσουν την ελληνική κρίση:
(α) Oρθόδοξες αναλύσεις, που εκπορεύονται από τη νεοκλασική και την κεϋνσιανή (ιδιαίτερα στη νεοκεϋνσιανή εκδοχή της) οικονομική θεωρία ή την σύνθεση τους (δηλαδή τα Μακροοικονομικά της Νέας Συναίνεσης (Arestis (2009)).
(β) Ετερόδοξες αναλύσεις, που προέρχονται από την μετακεϋνσιανή προσέγγιση και τον χώρο της Ριζοσπαστικής Πολιτικής Οικονομίας (κυρίως συνθέσεις νεομαρξιστικών και μετακεϋνσιανών ρευμάτων)
(γ) Μαρξιστικές αναλύσεις, που ακολουθούν την κλασική Μαρξιστική λογική.
Το κεντρικό επιχείρημα του κειμένου είναι ότι τόσο οι Ορθόδοξες όσο και οι Ετερόδοξες ερμηνείες έχουν σοβαρές αναλυτικές και εμπειρικές αδυναμίες και αδυνατούν να εξηγήσουν ικανοποιητικά την ελληνική περίπτωση. Πέρα από τις επιμέρους διαφορές τους, οι προσεγγίσεις αυτές εστιάζουν κυρίως στη σφαίρα της κυκλοφορίας (και ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα) και παραγνωρίζουν την σφαίρα της παραγωγής (δηλαδή το πεδίο δημιουργίας οικονομικού πλούτου). Αυτό τις οδηγεί στο να επιχειρούν να εξηγήσουν το ελληνικό πρόβλημα με βάση λάθη οικονομικής πολιτικής ή/και προβλήματα διάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό τις οδηγεί στην υποτίμηση των βαθιών δομικών χαρακτηριστικών τόσο της παγκόσμιας κρίσης του 2007-8 όσο και της ευρωπαϊκής και της ελληνικής κρίσης. Αντίθετα, οι Μαρξιστικές αναλύσεις κατανοούν πολύ καλύτερα αυτή την δομική διάσταση και συνεπώς μπορούν να ερμηνεύσουν ικανοποιητικότερα την ελληνική περίπτωση.
Η διάρθρωση του κειμένου είναι η συνήθης. Το επόμενο τμήμα κατηγοριοποιεί και αναλύει τις Ορθόδοξες ερμηνείες. Το τρίτο τμήμα σκιαγραφεί και ταξινομεί τις Ετερόδοξες ερμηνείες ενώ το τέταρτοτμήμα παρουσιάζει τις Μαρξιστικές ερμηνείες και συγκεφαλαιώνει.
II. Ορθόδοξες ερμηνείες
Αυτό το κυρίαρχο ρεύμα στην οικονομική σκέψη, παρά την παταγώδη αποτυχία του να αποτρέψει την παγκόσμια κρίση του 2007-8, συνεχίζει αδιάπτωτα την πρωτοκαθεδρία του. Συνεπώς, οι ορθόδοξες ερμηνείες της ελληνικής κρίσης εκφέρονται όχι μόνο μέσω ακαδημαϊκών χειλέων αλλά προπαντός από θεσμικά κέντρα του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου. Έχουν ένα «πραγματιστικό» (αλλά όχι απαραίτητα ρεαλιστικό) χαρακτήρα: η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ασχολείται με τις θεωρητικές πλευρές των ερμηνειών τους αλλά εστιάζει αποκλειστικά σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα είναι η θεωρητική βάση (και συνεπώς σε μεγάλο βαθμό και η ερμηνευτική ικανότητα τους) να είναι αδύναμη.
Οι Ορθόδοξες ερμηνείες υποδιαιρούνται σε τρία ρεύματα:
(α) Το πρώτο ρεύμα θεωρεί την Ελληνική περίπτωση ως μία ειδική εθνική περίπτωση: μία «Ελληνική ασθένεια»
(β) Το δεύτερο ρεύμα θεωρεί ότι η όποια «εθνική» ή μη ασθένεια υπήρχε επιτάθηκε από τις δομικές αδυναμίες της Ευρωζώνης (δηλαδή το ότι είναι μία μη-βέλτιστη νομισματική περιοχή (ΒΝΠ)) που δεν επιδέχονται διόρθωσης.
(γ) Το τρίτο ρεύμα παίρνει μία ενδιάμεση θέση: υπάρχει «ελληνική ασθένεια» και αυτή επιδεινώθηκε από τις δομικές αδυναμίες της ευρωζώνης, που όμως μπορούν να επιδιορθωθούν.
II.1 Μία «ελληνική ασθένεια»
Αυτή η πρώτη Ορθόδοξη ερμηνεία έχει πλέον απαρχαιωθεί. Προβλήθηκε έντονα στη αρχή της ελληνικής κρίσης και πριν τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης εκδηλωθούν και σε άλλες χώρες και αποτέλεσε το βασικό υποστηρικτικό επιχείρημα του πρώτου ελληνικού Μνημονίου – όπως εκφράσθηκε σε πάμπολλες δημοσιογραφικές αναλύσεις αλλά και ιδιαίτερα σε κυβερνητικά και ακαδημαϊκά κείμενα (π.χ. (EC (2010, σ.6), EC (2012, σ.9), Kollintzas et al. (2012)).
Η πρώιμη εκδοχή της επικέντρωνε κυρίως στον δημόσιο τομέα (εστιάζοντας στο δημοσιονομικό έλλειμμα), καθώς οι αρχικές προβλέψεις του πρώτου Μνημονίου επικεντρώνονταν κυρίως σ’ αυτόν. Στη συνέχεια, με τις αναθεωρήσεις του πρώτου Μνημονίου και καθώς αυτό ήδη από τα πρώτα βήματα του έδειχνε να αποτυγχάνει, η ερμηνεία αυτή επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα (εστιάζοντας στη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα και στο έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών).
Συνοπτικά, η ερμηνεία αυτή θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία είναι περισσότερο επιρρεπής από άλλες χώρες με παρόμοια προβλήματα σε δύο «ασθένειες»: (1) μεγάλα και χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα που χρηματοδοτούνται μέσω εξωτερικού δανεισμού) και (2) φθίνουσα ανταγωνιστικότητα. Η ελληνική ιδιαιτερότητα προκύπτει από ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά (λάθη οικονομικής πολιτικής και συνεπακόλουθες δομικές αδυναμίες). Συνοπτικά, υποστηρίζεται ότι η ελληνική είναι ένας ειδικός τύπος οικονομίας επιρρεπούς στη δημοσιονομική σπατάλη και στη χαμηλή παραγωγικότητα. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα, υψηλούς μισθούς και έναν υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα. Τα δύο τελευταία είναι παράγωγα των εκτεταμένων πελατειακών σχέσεων. Επιπλέον, πάλι για πελατειακούς λόγους, ο δημόσιος τομέας είναι αναποτελεσματικός (χαμηλή παραγωγικότητα, μειωμένη φοροεισπρακτική ικανότητα κλπ.) και συνεπώς όχι μόνο εκτοπίζει υποτιθέμενα υγιείς ιδιωτικές δραστηριότητες αλλά είναι και ελλειμματικός. Το δημοσιονομικό έλλειμμα χρηματοδοτείται με εξωτερικό δανεισμό (ιδιαίτερα μετά την ένταξη στην ευρωζώνη και λόγω των χαμηλών επιτοκίων που προέκυψαν) με αποτέλεσμα την επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, η Ελλάδα υποτίθεται ότι εκμεταλλεύθηκε τους «εύπιστους» Ευρωπαίους εταίρους της και μέσω των παραποιημένων «ελληνικών στατιστικών» απέκρυψε το πρόβλημα και παραβίασε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η παγκόσμια κρίση του 2007-8 αναστάτωσε τις διεθνείς χρηματαγορές που άρχισαν να ελέγχουν εξονυχιστικά τα κρατικά δημοσιονομικά και ισοζύγια εξωτερικών τρεχουσών συναλλαγών. Έτσι αποκαλύφθηκε η μη-βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οι διεθνείς χρηματαγορές έπαψαν να το χρηματοδοτούν και η ελληνική κρίση ξέσπασε.
Έτσι δικαιολογήθηκε το πρώτο ελληνικό Μνημόνιο που η αρχική έμφαση του αφορούσε δραστικές περικοπές στο δημόσιο τομέα (καθώς το ελληνικό κατεστημένο και η τρόικα στόχευαν σε μία σταδιακή προώθηση των μνημονιακών προβλέψεων). Όμως, καθώς το πρώτο Μνημόνιο πολύ γρήγορα άρχισε να αποτυγχάνει σε σχέση με τους στόχους του, η λιτότητα έπρεπε να επεκταθεί και στον ιδιωτικό τομέα. Τότε ανασύρθηκε η δεύτερη πλευρά του επιχειρήματος, το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Υποστηρίχθηκε ότι και ο ιδιωτικός τομέας χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα, υψηλούς μισθούς και άκαμπτη αγορά εργασίας που οδηγούσαν σε φθίνουσα ανταγωνιστικότητα. Ο συνδυασμός υψηλού εξωτερικού δανεισμού για την χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε συνδυασμό με την φθίνουσα ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα υποστηρίχθηκε ότι εκτροχιάζουν το εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η ερμηνεία της «ελληνικής ασθένειας» υπέστη ένα πλήγμα όταν η κρίση της ευρωζώνης χτύπησε και άλλες χώρες (2010 Ιρλανδία, 2011 Πορτογαλία). Η πρώτη αντίδραση ήταν να αποδοθεί η επέκταση της κρίσης στην «επιμόλυνση» από την «ελληνική ασθένεια» (π.χ. Arghyrou & Kontonikas (2010)). Η εξήγηση αυτή είναι φυσικά εξαιρετικά αδύναμη καθώς οι οικονομίες των χωρών αυτών είναι αρκετά διαφορετικές. Έτσι σύντομα η «Ελληνική ασθένεια» μεταλλάχθηκε σε «ασθένεια της ευρω-περιφέρειας» με την υποτιμητική συνάθροιση της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας στα κακόφημα PIGS (π.χ. ECB (2012)). Ως ερμηνεία είναι εξαιρετικά αδύναμη καθώς παραγνωρίζει κάθε δομικό πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος, της διεθνούς οικονομίας και της ευρωπαϊκής ενοποίησης και αποδίδει όλες τις ευθύνες σε συγκυριακούς «ενόχους». Ως αντίληψη είναι πιστή στα Ορθόδοξα οικονομικά που θεωρούν ότι η καπιταλιστική οικονομία είναι ένα τέλειο σύστημα που υπό κανονικές συνθήκες δεν μπορεί να μπει σε κρίση. Οι όποιες κρίσεις ανακύπτουν οφείλονται σε συγκεκριμένους «παίκτες» που δεν συμμορφώθηκαν με τους κανόνες του παιχνιδιού.
II.2 Η ελληνική κρίση είναι απότοκη της μη-βιώσιμης δομής της ΟΝΕ
Η δεύτερη αυτή ορθόδοξη ερμηνεία υποστηρίζει ότι η «ελληνική ασθένεια» επιδεινώθηκε από την μη-βιώσιμη δομή της ΟΝΕ. Η τελευταία αποτελεί μία μη-ΒΝΠ που είναι επιρρεπής σε ασύμμετρες κρίσεις που οξύνουν εθνικές αδυναμίες. Η ερμηνεία αυτή ασχολείται μόνο in passim με την Ελληνική περίπτωση και επικεντρώνει στις δομικές αδυναμίες της ΟΝΕ. Προβάλλεται ιδιαίτερα από αγγλο-σαξωνικούς κύκλους (είτε νεοφιλελεύθερους (π.χ. Feldstein (2010)) είτε νεοκεϋνσιανούς (π.χ. Krugman (2012)). Η εξήγηση της προέλευσης είναι προφανής. Πρώτον, το ευρώ είναι ένα από τα βασικά μέσα με τα οποία οι Ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί που συνασπίζονται (με άνισο μεταξύ τους τρόπο) στην ΕΕ δοκιμάζουν να αμφισβητήσουν την παγκόσμια ιμπεριαλιστική ηγεμονία των ΗΠΑ. Γι’ αυτό αντιμετώπισε την περισσότερο ή λιγότερο συγκεκαλυμμένη αντιπάθεια των ΗΠΑ από την αρχή (Feldstein (1997)). Δεύτερον, σύμφωνα με τη θεωρία των ΒΝΠ η ΟΝΕ δεν πληροί καμία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις (π.χ. υψηλή κινητικότητα παραγωγικών συντελεστών, δομική σύγκλιση των οικονομιών της, δημοσιονομική ενοποίηση) και οδηγεί οικονομίες-μέλη της στην καταστροφή. Την άποψη αυτή συγκεφαλαίωσε ο Dornbusch (2001): «δεν μπορεί να συμβεί, είναι κακή ιδέα, δεν πρόκειται να διαρκέσει».
Η ερμηνεία αυτή αναγνωρίζει βαθύτερα προβλήματα που τα αποδίδει στην «ουτοπία της ΟΝΕ». Είναι γεγονός ότι η κριτική της τελευταίας ως μη-ΒΝΠ είναι ακριβής. Άλλωστε η θεωρία των ΒΝΠ είναι το κοντινότερο εργαλείο των Ορθόδοξων οικονομικών στην Μαρξιστική έννοια της άνισης ανάπτυξης. Όμως είναι ένα ελλιπές και αδύναμο εργαλείο. Η έννοια της άνισης ανάπτυξης κατανοεί πολύ καλά ότι είναι αδύνατον στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος να υπάρξει οικονομική σύγκλιση τόσο μεταξύ των περιοχών μίας χώρας όσο και μεταξύ διαφορετικών χωρών. Αυτό προκύπτει από την ίδια την κίνηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης που αναζητά και δημιουργεί τέτοιες ανισομέρειες. Αντίθετα, η θεωρία της ΒΝΠ θεωρεί ότι η οικονομική σύγκλιση είναι εφικτή (άλλωστε αυτό υποτίθεται ως αυτονόητο στο νεοκλασικό υπόδειγμα μεγέθυνσης) αλλά ότι δεν είναι όλες οι χώρες και οι περιοχές ικανές γι’ αυτό. Εν τέλει, το συμπέρασμα ανάγεται στην πολιτική βούληση: οι υποστηρικτές της άποψης αυτής θεωρούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει η πολιτική δύναμη που θα κάνει την ΕΕ ένα ευρωπαϊκό ομοίωμα των ΗΠΑ ενώ οι αντίπαλοι τους θεωρούν ότι αυτό είναι εφικτό.
II.3 Το ελληνικό πρόβλημα έχει εθνική προέλευση που επιδεινώθηκε από επιδιορθώσιμες αδυναμίες της ΟΝΕ
Η τρίτη αυτή Ορθόδοξη ερμηνεία προέρχεται κυρίως από κεϋνσιανούς ή μετα-κεϋνσιανούς κύκλους που ενώ συμφωνούν επί της αρχής με την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την ΟΝΕ έχουν ισχυρές επιφυλάξεις με πλευρές της καθώς τις θεωρούν εσφαλμένα νεοφιλελεύθερα δημιουργήματα (π.χ. De Grauwe (2010), Lane (2012)). Υποστηρίζει ότι η ελληνική κρίση έχει εθνικές ρίζες που επιδεινώνονται από την νεοφιλελεύθερη δομή της ΟΝΕ. Όμως η αναδιάρθρωση της τελευταίας με δημοσιονομική, τραπεζική αλλά και βαθύτερη θεσμική ενοποίηση θα κάνει την ΟΝΕ ένα ευρωπαϊκό αντίστοιχο των ΗΠΑ και συνεπώς μία ΒΝΠ.
Αυτή η ερμηνεία είναι η πιο αιρετική από τις Ορθόδοξες ερμηνείες. Αναγνωρίζει ορισμένα δομικά προβλήματα της ΟΝΕ τα οποία όμως περιορίζονται στη δομή του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και είναι δημιουργήματα του νεοφιλελευθερισμού των τελευταίων δεκαετιών. Δεν υπάρχει κανένα βαθύτερο δομικό πρόβλημα στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και με τις κατάλληλες διορθωτικές παρεμβάσεις τα προβλήματα μπορούν να ξεπερασθούν. Εντέλει καταλήγει όπως και η προηγούμενη ερμηνεία αλλά με το αντίθετο συμπέρασμα: η έκβαση εναπόκειται στην πολιτική βούληση.
II.4 Ορθόδοξες ερμηνείες: Μία Κριτική
Καθώς οι εξελίξεις τρέχουν διαρκώς οι Ορθόδοξες ερμηνείες μεταλλάχθηκαν από μονιστικές σε εκλεκτικιστικές. Συνήθως διαπιστώνουν δύο αιτιακά υποσύνολα της Ελληνικής κρίσης (π.χ. Nelson, Belkin & Mix (2011)):
(α) εσωτερικά αίτια: υπερβολικές δημόσιες δαπάνες, αδύναμο φοροεισπρακτικό μηχανισμό, διαφθορά και πελατειακές σχέσεις, άκαμπτες αγορές εργασίας και προϊόντων, υψηλούς μισθούς, μη-φιλικό προς την επιχειρηματικότητα θεσμικό περιβάλλον, φθίνουσα ανταγωνιστικότητα κλπ.
(β) εξωτερικά αίτια: αδυναμίες της ΟΝΕ, επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης του 2007-8 κλπ.
Πίσω όμως από αυτά τα εκλεκτικιστικά μίγματα κρύβονται εκδοχές ή συνδυασμοί των τριών βασικών ερμηνειών που αναλύθηκαν προηγουμένως.
Επιπρόσθετα, όλες οι Ορθόδοξες ερμηνείες – ρητά είτε άρρητα – αναλυτικά βασίζονται στην Υπόθεση των Δίδυμων Ελλειμμάτων καθώς όλες αντιλαμβάνονται την Ελληνική κρίση ως απλά μία κρίση χρέους. Η Υπόθεση των Δίδυμων Ελλειμμάτων υποστηρίζει ότι εάν μία χώρα έχει δημοσιονομικό έλλειμμα αυτό θα οδηγήσει και σε έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Δηλαδή τα δύο αυτά ελλείμματα πάνε μαζί και η γραμμή αιτιότητας πηγαίνει από το πρώτο στο δεύτερο. Κατ’ αρχήν έχει ενδιαφέρον ότι την υπόθεση αυτή επικαλούνται ακόμη και νεο-φιλελεύθερες αναλύσεις παρόλο ότι είναι μία κεϋνσιανή άποψη (ενώ αντιθέτως τα νεοκλασικά οικονομικά υποστηρίζουν την Ρικαρδιανή Ισοδυναμία). Όμως η εμπειρική βασιμότητα της υπόθεσης αυτής είναι εξαιρετικά συζητήσιμη. Παραδείγματος χάριν, μία πρόσφατη μελέτη (Katrakilidis & Trachanas (2011)) δείχνει ότι μπορεί η υπόθεση αυτή ισχύει για την περίοδο πριν την ένταξη στην ΟΝΕ (1960-80) αλλά απορρίπτεται στη συνέχεια (1981-2007) όπου τα ελλείμματα του εμπορικού και του εξωτερικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι αυτά που προκαλούν αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Επιπλέον, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι υποτιθέμενες υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις θεωρούνται ως ο παράγων που πυροδοτεί τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και την φθίνουσα ανταγωνιστικότητα. Το τυπικό Ορθόδοξο επιχείρημα είναι ότι το ελληνικό ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας (ΜΚΕ) αυξήθηκε ταχύτερα από αυτό των άλλων μελών της ΟΝΕ (π.χ. EC (2010), σ.3). Το επιχείρημα αυτό πάσχει για τους ακόλουθους λόγους:
(1) Υπάρχει μία εκτενής βιβλιογραφία που υποστηρίζει πειστικά ότι το ονομαστικό ΜΚΕ δεν είναι ένα ορθό μέτρο της ανταγωνιστικότητας.
(2) Το παράδοξο Kaldor δείχνει ότι υψηλή ανταγωνιστικότητα δεν έχουν οι χώρες με χαμηλούς μισθούς αλλά το ακριβώς αντίθετο. Συνεπακόλουθα, η ανταγωνιστικότητα δεν βασίζεται μόνο στο μισθιακό κόστος (ανταγωνιστικότητα κόστους) αλλά κυρίως σε ποιοτικούς παράγοντες (δομική ανταγωνιστικότητα).
(3) Οι ελληνικές μισθολογικές αυξήσεις υστερούν συστηματικά σε σχέση με τις αυξήσεις της παραγωγικότητας. Συνεπώς, το ελληνικό πραγματικό ΜΚΕ μειώνεται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες. Τέλος, η ελληνική παραγωγικότητα αυξάνεται αισθητά γρηγορότερα από, για παράδειγμα, την γερμανική. Συνεπώς, οι μισθολογικές αυξήσεις κάθε άλλο παρά αδικαιολόγητες ήταν.
(4) Η μείωση των μισθών ως μέσο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτει ότι οι μισθοί στις ανταγωνίστριες οικονομίες θα μείνουν σταθεροί. Αυτό είναι εντελώς παράλογο και αγνοεί την περίπου ενιαία παγκόσμια τάση περιστολής των μισθών.
Όμως οι Ορθόδοξες ερμηνείες έχουν και ευρύτερα αναλυτικά προβλήματα.
Πρώτον, υποτιμούν το ρόλο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2007-8, θεωρώντας την απλά χρηματοπιστωτική. Όμως μία τόσο βαθειά κρίση πρέπει να έχει ρίζες στο βασικό οικονομικό πεδίο (την σφαίρα της παραγωγής).
Δεύτερον, θεωρούν ότι η ελληνική κρίση είναι ανεξάρτητη από την παγκόσμια κρίση του 2007-8. Χαρακτηριστικά, οι περισσότερες διεθνείς και εθνικές μελέτες το 2008 υποστήριζαν ότι η ελληνική οικονομία είναι ανοσοποιημένη έναντι της παγκόσμιας κρίσης. Μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης η παγκόσμια κρίση του 2007-8 ανακαλύφθηκε καθυστερημένα ως ένας απλά εξωγενής παράγων: η κρίση του 2007-8 δεν αφορά την ελληνική οικονομία άμεσα αλλά καθώς πλήττει τις διεθνείς χρηματαγορές επιδρά εμμέσως και στην χώρα μας. Η αντίληψη αυτή δεν κατανοεί ούτε τον βαθύ δομικό χαρακτήρα της κρίσης του 2007-8 ούτε τις ρίζες της στην ελληνική οικονομία.
Τέλος, και συγκεφαλαιώνοντας όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα, και οι τρεις Ορθόδοξες ερμηνείες αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν τις θεμελιώδεις δομικές διαστάσεις του ελληνικού προβλήματος και αντιθέτως το παραπέμπουν σε συγκυριακά σφάλματα οικονομικής πολιτικής και σε αδύναμα θεσμικά παράγωγα τους. Η πρώτη ερμηνεία αποδίδει την ελληνική κρίση σε εθνικές ιδιομορφίες που οδήγησαν σε εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές. Η δεύτερη ερμηνεία θεωρεί την ΟΝΕ μία εσφαλμένη οικονομική πολιτική που δημιουργεί ένα στρεβλό θεσμικό περιβάλλον. Όμως η θεσμική στρέβλωση έχει να κάνει κυρίως με την σφαίρα της κυκλοφορίας και τα γεωπολιτικά ζητήματα και καθόλου με την σφαίρα της παραγωγής. Η τρίτη ερμηνεία αποδίδει την εσφαλμένη δομή της ΟΝΕ κυρίως στις λανθασμένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και θεωρεί ότι γι’ αυτό προκύπτουν θεσμικές στρεβλώσεις. Και εδώ τα όποια δομικά προβλήματα αναγνωρίζονται αφορούν κυρίως την σφαίρα της κυκλοφορίας.
III. Ετερόδοξες ερμηνείες
Οι Ετερόδοξες ερμηνείες διαφέρουν σημαντικά από τις Ορθόδοξες:
(1) Τονίζουν ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι ένας τέλειος μηχανισμός αλλά είναι ενδογενώς επιρρεπές σε κρίσεις. Συνεπώς αποδίδουν μεγαλύτερη έμφαση στη δομή του παγκόσμιου καπιταλισμού και στην οικονομική κρίση του 2007-8.
(2) Επικρίνουν την νεοφιλελεύθερη κυριαρχία των τελευταίων δεκαετιών ως αίτιο των σημερινών προβλημάτων.
(3) Επικρίνουν την νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της ΟΝΕ προτείνοντας είτε την διάλυση της είτε την ριζική αναδιοργάνωση της.
Όμως οι Ετερόδοξες ερμηνείες, παρότι αναγνωρίζουν γενικά ελαττώματα του καπιταλιστμού, αποφεύγουν να τα θίγουν και εστιάζουν στην αλλαγή δομών και πολιτικών εντός του συστήματος. Ιδιαίτερα υποστηρίζουν την εκθρόνιση του νεοφιλελευθερισμού και την επιστροφή σε λιγότερο βάρβαρες μορφές καπιταλιστικής διαχείρισης. Αρκετές από αυτές αναφέρονται στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία και μερικές ακόμη και εντάσσουν τον εαυτό τους σ’ αυτήν (ιδιαίτερα σε διάφορες νεο-μαρξιστικές παραλλαγές). Ταυτόχρονα όμως συνδέονται στενά με κεϋνσιανές και μετα-κεϋνσιανές θεωρήσεις. Οι βασικοί αναλυτικοί λόγοι για τους οποίους διαχωρίζονται αυτές οι Ετερόδοξες ερμηνείες από την Μαρξιστική παράδοση είναι οι ακόλουθοι:
Πρώτον, το ποσοστό κέρδους (δηλαδή η καθοριστική Μαρξιστική μεταβλητή) είτε απουσιάζει εντελώς είτε είναι ένα παράγωγο μέγεθος. Στην θέση της τοποθετείται κάποιο κεϋνσιανό υπόδειγμα έλλειψης ενεργούς ζήτησης ή/και νεο-μερκαντιλιστικών χρηματοοικονομικών και εμπορικών σχέσεων.
Δεύτερον, ακόμη και οι ριζοσπαστικότερες των Ετερόδοξων ερμηνειών αποφεύγουν να αναφερθούν σε υπέρβαση του καπιταλισμού και περιορίζονται στην υποστήριξη ηπιότερων μορφών διαχείρισης του.
Οι δημοφιλέστερες Ετερόδοξες ερμηνείες βασίζονται στην θεωρία της «χρηματιστικοποίησης», που διατείνεται ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί δραστικά καθώς το χρηματικό κεφάλαιο κυριαρχεί επί των άλλων καπιταλιστικών δραστηριοτήτων (παραγωγικού και εμπορικού κεφαλαίου). Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε από μετα-κεϋνσιανές θεωρίες (π.χ. Stockhammer (2004)), ακολουθώντας την κεϋνσιανή θεωρία περί ραντιέρηδων. Ο όρος υιοθετήθηκε επίσης από αρκετούς μαρξιστές (π.χ. Lapavitsas (2008)). Η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» είναι εξαιρετικά προβληματική. Υποκύπτει στη γοητεία βραχυπρόθεσμων και συγκυριακών φαινομένων τα οποία ανάγει αδικαιολόγητα σε μακροχρόνιες δομικές αλλαγές. Ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός επιστρέφει στην προ-καπιταλιστική περίοδο, όταν κυοφορούνταν μέσα στη φεουδαλική οικονομία από ιδιόμορφες εμπορικές και χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές βασίζονταν στην άνιση ανταλλαγή που προέκυπτε λόγω του εξαιρετικά ρυθμισμένου χαρακτήρα της φεουδαλικής οικονομίας και των συνεπαγόμενων ολιγοπωλιακών εμπορικών και χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (τοκογλυφία). Οι προ-καπιταλιστικές αυτές δραστηριότητες δημιούργησαν την κρίσιμη μάζα (την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου) για την επικράτηση του καπιταλισμού. Όμως μετά από αυτή η ανταλλαγή ισοδυνάμων γίνεται ο κανόνας λειτουργίας του συστήματος. Τότε το χρηματικό κεφάλαιο αποκτά τον τυπικά καπιταλιστικό χαρακτήρα του, δηλαδή συλλέγει κεφάλαια για την λειτουργία του παραγωγικού κεφαλαίου και λαμβάνει ένα μερίδιο από τον πλούτο που δημιουργείται υπό τον έλεγχο του τελευταίου με την μορφή του τόκου. Το χρηματικό κεφάλαιο δεν παράγει το ίδιο πλούτο και αποτελεί πάντα ένα εξάρτημα (άσχετα από την ισχύ του) του παραγωγικού κεφαλαίου. Η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» υποστηρίζει ότι στο σημερινό καπιταλισμό το χρηματικό κεφάλαιο αυτονομείται εντελώς και ουσιαστικά «εκμεταλλεύεται» το παραγωγικό κεφάλαιο. Μάλιστα στις μαρξίζουσες εκδοχές της υποστηρίζει ότι το χρηματικό κεφάλαιο μπορεί πλέον και εκμεταλλεύεται άμεσα τους εργαζόμενους μέσω τοκογλυφικών δανείων. Όμως πέρα από την γοητεία ορισμένων συγκυριακών φαινομένων (υπερανάπτυξη των χρηματοικονομικών δραστηριοτήτων από το 1990) το ερώτημα είναι πως είναι δυνατόν να επιβιώσει μακροχρόνια ένας τέτοιος παραμορφωμένος καπιταλισμός που βασίζεται σε μη-παραγωγικές δραστηριότητες και στην τοκογλυφία. Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Ένα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα της θεωρίας της «χρηματιστικοποίησης» (ιδιαίτερα για τις μαρξίζουσες εκδοχές της) είναι ότι θεωρεί την κρίση του 2007-8 μία χρηματοπιστωτική κρίση όπου το ποσοστό κέρδους δεν παίζει κανένα ρόλο. Και στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: αν η κρίση είναι τόσο βαθειά δομική και μακροχρόνια όσο αποδέχεται η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» τότε πως γίνεται να μην έχει καθόλου ρίζες στη σφαίρα της παραγωγής;
Υπάρχουν δύο βασικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης με βάση την θεωρία της «χρηματιστικοποίησης». Η πρώτη προτάθηκε από τους Lapavitsas et al. (2010) και ακολουθεί την δική του μαρξίζουσα θεωρία. Η δεύτερη προτάθηκε από τους Milios & Sotiropoulos (2010) και συνδέεται περισσότερο με τις μετα-κεϋνσιανές αντιλήψεις περί «χρηματιστικοποίησης».
ΙΙΙ.1 «Χρηματιστικοποίηση» και ευρω-κέντρο vs ευρω-περιφέρεια
Οι Lapavitsas et al. (2010) συμφωνούν με τις Ορθόδοξες ερμηνείες ότι η ελληνική είναι μία κρίση χρέους. Όμως δεν έχει εθνικές ρίζες αλλά προκύπτει από (α) τον χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό και (β) την ΟΝΕ. Ο πρώτος προκάλεσε την κρίση του 2007-8 και έτσι διασάλευσε τα σαθρά θεμέλια της ΟΝΕ (μη-ΒΝΠ και εξωτερικές ανισορροπίες). Όσον αφορά τις τελευταίες αποδέχονται το Ορθόδοξο επιχείρημα περί ονομαστικού ΜΚΕ αλλά το αντιστρέφουν: δεν ήταν υπερβολικές οι ελληνικές μισθολογικές αυξήσεις αλλά η γερμανική μισθολογική στασιμότητα. Η τελευταία δημιουργεί μία νεο-μερκαντιλιστική εμπορική ανισορροπία μεταξύ του πλεονασματικού ευρω-κέντρου και της ελλειμματικής ευρω-περιφέρειας. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η ΟΝΕ δεν επιδιορθώνεται και η μόνη λύση για την Ελλάδα είναι η έξοδος από αυτή.
Η ερμηνεία αυτή πάσχει από τις γενικές αδυναμίες της θεωρίας της «χρηματιστικοποίησης». Παραγνωρίζει εντελώς το ζήτημα της παραγωγικής δομής της ελληνικής και των ευρωπαϊκών οικονομιών και συνεπώς αδυνατεί να αναγνωρίσει την οικονομική εκμετάλλευση της ευρω-περιφέρειας από το ευρω-κέντρο όχι με βάση νομισματικές ή μισθολογικές σχέσεις αλλά κυρίως με βάση τις διαφορετικές παραγωγικές δομές τους. Επιπλέον, αποδέχεται άκριτα το Ορθόδοξο επιχείρημα ότι το ονομαστικό ΜΚΕ είναι το βασικό κριτήριο ανταγωνιστικότητας. Συνεπώς η αντιστροφή του είναι αδύναμη και οδηγεί στο Ορθόδοξο συμπέρασμα: εφόσον η Γερμανία δεν αυξάνει τους μισθούς της τότε, δικαίως ή αδίκως, δεν μένει παρά να μειωθούν οι ελληνικοί μισθοί. Επίσης (και αυτό ισχύει και για την δεύτερη ερμηνεία «χρηματιστικοποίησης»), η ελληνική οικονομία δεν έχει βασικά χαρακτηριστικά του «χρηματιστικοποιημένου» καπιταλισμού. Ο βαθμός χρηματοοικονομικής μόχλευσης ήταν χαμηλός όπως επίσης και ο ιδιωτικός δανεισμός των νοικοκυριών. Συνεπώς, η «χρηματιστικοποίηση» εισάγεται μόνο από το εξωτερικό (μέσω του δημόσιου χρέους). Το σχήμα αυτό είναι εξαιρετικά αδύναμο.
Τέλος η πρόταση πολιτικής είναι ελλιπής. Μία απλή έξοδος από την ΟΝΕ με ταυτόχρονη παραμονή στην ΕΕ (και στην Κοινή Αγορά) δεν πρόκειται να διορθώσει τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
ΙΙΙ.2 «Χρηματιστικοποίηση» και «ισχυρή Ελλάδα»
Αντίθετα με τους Lapavitsas et al. οι Milios & Sotiropoulos (2010) υποστηρίζουν ότι δεν ευθύνεται ούτε η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα ούτε η ΟΝΕ για την ελληνική υπερχρέωση. Αντιθέτως, η ΟΝΕ – ενώνοντας οικονομίες με διαφορετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και κερδοφορία – διευκόλυνε την κίνηση κεφαλαίων από τις πιο αναπτυγμένες (και με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και κερδοφορία) προς τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Ιδιαίτερα διευκόλυνε τον φθηνό δανεισμό των δεύτερων από τις πρώτες. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε αναπτυξιακή ώθηση στην ευρω-περιφέρεια. Έτσι οι υψηλοί ελληνικοί ρυθμοί ανάπτυξης της δεκαετίας του 1990 δεν ήταν «φούσκα» αλλά ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Στο σημείο αυτό συμφωνούν με τις Ορθόδοξες ερμηνείες που θεωρούν θετική την εισροή ξένου κεφαλαίου καθώς και με τις αντίστοιχες απόψεις περί «ισχυρής Ελλάδας» που προβλήθηκαν την περίοδο εκείνη. Συνεπώς το ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν αποτελεί πρόβλημα αλλά ένδειξη εισροής αναπτυξιακών κεφαλαίων. Όμως η «χρηματιστικοποίηση», με τη δημιουργία χρηματοοικονομικών «φουσκών» και την υπερβολική μόχλευση δυναμίτισε αυτή την πορεία. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-8, που επίσης την κατανοούν ως μία χρηματοπιστωτική κρίση, εκτροχίασε τα μέχρι τότε καλοήθη ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ευρω-περιφέρειας. Για να στηριχθεί η παραπαίουσα συσσώρευση αυξήθηκαν δραματικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα με τελικό αποτέλεσμα την κρίση χρέους. Η ΟΝΕ έπαιξε μόνο ένα περιφερειακό ρόλο στο όλο πρόβλημα. Αν και οι Milios & Sotiropoulos αποδέχονται ότι η ΟΝΕ είναι μία μη-ΒΝΠ και νεοφιλελεύθερης έμπνευσης θεωρούν ότι η λύση δεν βρίσκεται στην έξοδο από αυτήν αλλά στη δημιουργία μίας «κοινωνικής Ευρώπης».
Αυτή η δεύτερη ερμηνεία «χρηματιστικοποίησης» έχει φυσικά τα γενικά προβλήματα της προσέγγισης αυτής. Επιπλέον όμως – ενστερνιζόμενη την Ορθόδοξη άποψη περί ευεργετικών εισροών ξένου κεφαλαίου και εξωτερικών ελλειμμάτων – δεν κατανοεί τα βαθειά διαρθρωτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην ελληνική οικονομία με την ένταξη της στην Κοινή Αγορά και τα οποία επιδεινώθηκαν με την ΟΝΕ. Έτσι αποδέχονται το επιχείρημα της «ισχυρής Ελλάδας» την ίδια ώρα που βασικοί τομείς της οικονομίας συρρικνώνονταν ή/και εξαρτιόνταν ασφυκτικά από ξένες δραστηριότητες. Συνεπακόλουθα, παραγνωρίζουν τις διαδικασίες οικονομικής εκμετάλλευσης της ευρω-περιφέρειας που δημιούργησαν πρώτα η Κοινή Αγορά και ακολούθως η ΟΝΕ.
Συνολικά, οι Ετερόδοξες ερμηνείες της «χρηματιστικοποίησης» δίνουν μία αδύναμη δομική ερμηνεία της ελληνικής κρίσης (που περιορίζεται στην σφαίρα της κυκλοφορίας) και αδυνατούν να δουν τις βαθιές δομικές ρίζες της στη σφαίρα της παραγωγής.
IV. Μαρξιστικές ερμηνείες
Η Μαρξιστική ανάλυση προτείνει μία ισχυρή δομική ερμηνεία της ελληνικής κρίσης τοποθετώντας τις ρίζες της στη σφαίρα της παραγωγής. Επισημαίνει δύο βασικές δομικές διαστάσεις (ΟΜΕ (2013)):
(α) Η εσωτερική διάσταση αφορά την κρίση υπερσυσσώρευσης του ελληνικού καπιταλισμού που εκδηλώθηκε, όμοια με τις άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, το 2007-8. Αίτιο της είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους (Maniatis & Passas (2013), Mavroudeas & Paitaridis (2013)) λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου – (ΟΣΚ – εκτοπισμού ζωντανής εργασίας από απονεκρωμένη [μηχανήματα]). Η φθίνουσα κερδοφορία οδηγεί στην συσσώρευση κεφαλαίων που αδυνατούν να επενδυθούν επαρκώς κερδοφόρα (υπερσυσσώρευση). Η λύση είναι η καταστροφή αυτών των κεφαλαίων (απαξίωση) που όμως είναι εξαιρετικά επώδυνη. Δηλαδή η παγκόσμια κρίση του 2007-8 είναι μία κρίση a-la-Marx. Η «χρηματιστικοποίηση» είναι αποτέλεσμα και όχι αίτιο.
(β) Η εξωτερική διάσταση αφορά τα βάρη που επωμίζεται ο ελληνικός καπιταλισμός από την υποδεέστερη θέση του στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση και τα οποία επιδεινώνουν περαιτέρω την εσωτερική του κρίση. Το ελληνικό κεφάλαιο ανταγωνίζεται με τα υψηλότερης εργατικής παραγωγικότητας ευρωπαϊκά κεφάλαια με αποτέλεσμα να υφίσταται ιμπεριαλιστική οικονομική εκμετάλλευση από αυτά. Επιπλέον, η ιεραρχική δομή της ΕΕ ευνοεί το ευρω-κέντρο έναντι της ευρω-περιφέρειας (Mavroudeas (2013)).
H σημερινή κρίση του ελληνικού καπιταλισμού προέρχεται από την κρίση του 1973-5 που ήταν διπλά επιβαρυντική. Πρώτον, τερματίσθηκε η μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του. Δεύτερον, η μεταπολιτευτική ενίσχυση του εργατικού κινήματος επιβάρυνε την ήδη φθίνουσα καπιταλιστική κερδοφορία καθώς επέβαλε στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο μία ουσιαστική βελτίωση του μισθού και των εργασιακών συνθηκών των εργαζομένων. Δηλαδή, αντίθετα με τις διεθνείς τάσεις, στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα φιλολαϊκές κεϋνσιανές πολιτικές που ενίσχυαν την ανάπτυξη με μία ελεγχόμενη φιλεργατική αναδιανομή εισοδήματος που όμως δεν θα έθιγε δραματικά τα καπιταλιστικά κέρδη. Οι πολιτικές αυτές βελτίωσαν την θέση των εργαζομένων και εκτόνωσαν τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό. Απέτυχαν όμως να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση επειδή εφάρμοζαν μεταπολεμικές συνταγές σε μία εντελώς διαφορετική συγκυρία.
Γι’ αυτό, μετά το 1985 και συμβοηθούσας της ένταξης στην ΕΟΚ, επιβλήθηκαν νεο-συντηρητικές πολιτικές αναδιάρθρωσης (πρώτα συντηρητικές κεϋνσιανές και μετά νεοφιλελεύθερες πολιτικές). Όμως και στην ελληνική περίπτωση, όπως και διεθνώς, οι αναδιαρθρωτικές αυτές πολιτικές δεν διόρθωσαν ουσιαστικά τα προβλήματα. Παρά την επίθεση στο εισόδημα, τις εργασιακές συνθήκες και τις κοινωνικές παροχές των εργαζομένων, απαξίωση του κεφαλαίου δεν πραγματοποιήθηκαν σε επαρκή βαθμό και οι μη παραγωγικές δραστηριότητες δεν περιορίστηκαν. Συνεπώς η κερδοφορία και η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν ανέκαμψαν ικανοποιητικά.
Γι’ αυτό το σύστημα, ήδη από το 2000, κατέφυγε στη φυγή προς τα μπροστά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα τροφοδότησε με ρευστότητα το σύστημα και βοήθησε στη δημιουργία επενδύσεων και κατανάλωσης μέσω δημιουργίας πλασματικού κεφαλαίου (δηλαδή αβέβαιων στοιχημάτων σε μέλλουσα να εξαχθεί υπεραξία). Αυτό δημιούργησε την «χρηματιστικοποίηση» (ένα όχι σπάνιο φαινόμενο σε προ-στάδια κρίσης). Αυτή η χρηματοπιστωτικά υποβοηθούμενη μεγέθυνση μετέθεσε στο μέλλον τα προβλήματα και επιδείνωσε. μέσω της μόχλευσης, την υπερσυσσώρευση. Το σχήμα αυτό άντεχε όσο μπορούσε αύξανε η εκμετάλλευση της εργασίας (μέσω της αύξησης του απλήρωτου χρόνου εργασίας). Από την στιγμή που αυτή η διαδικασία άρχισε να ασθμαίνει τότε κατέρρευσαν τα «στοιχήματα» καθώς το παραγωγικό κεφάλαιο δεν είχε επαρκή κέρδη για να χρηματοδοτεί και τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού συστήματος και συνεπώς να συνεχίζεται η πιστωτική επέκταση. Αυτό οδήγησε στην χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών οργανισμών που με την σειρά τους επιδείνωσαν την κατάσταση των παραγωγικών επιχειρήσεων.
Η εξωτερική διάσταση αφορά την μεταπολεμική ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» του ελληνικού κεφαλαίου. Φιλοδοξούσε με αυτή να αναβαθμισθεί από δεύτερης γενιάς, μεσαίου βεληνεκούς καπιταλισμός με περιορισμένες ικανότητες ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης άλλων χωρών σε εταίρο ενός από τα βασικά παγκόσμια ιμπεριαλιστικά μπλοκ.
Όμως το εγχείρημα αυτό ενέχει σοβαρά κόστη. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός με τα πιο αναπτυγμένα δυτικο-ευρωπαϊκά κεφάλαια υποβάθμισε τα ελληνικά σε «φτωχούς συγγενείς». Ο ελληνικός καπιταλισμός, πριν από την ένταξη στην ΕΟΚ, είχε μία σχετικά συνεκτική παραγωγική δομή (γύρω από ισχυρά προστατευμένους παραδοσιακούς κλάδους) που όμως ήταν ανταγωνιστική έναντι των ευρωπαϊκών αλλά και άλλων κεφαλαίων. Το άνοιγμα της οικονομίας λόγω ένταξης αποδιάρθρωσε την παραγωγική δομή και την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου, επιδεινώνοντας το εμπορικό ισοζύγιο και ταυτόχρονα αυξάνοντας τον έλεγχο ξένων κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία. Η είσοδος στην ΟΝΕ (δηλαδή η προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού να ενταχθεί στον «σκληρό πυρήνα» της εξελισσόμενης ενοποίησης) χειροτέρεψε τα πράγματα. Η υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία (καθώς το ευρώ ισχυροποιήθηκε έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων) επιδείνωσε συνολικά την ελληνική ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, η περαιτέρω απώλεια εθνικών εργαλείων οικονομικής πολιτικής (νομισματική πολιτική) και η εξάσκηση τους με βάση τις ανάγκες του ευρω-κέντρου (π.χ. χαλαρή νομισματική πολιτική όταν η ευρω-περιφέρεια χρειαζόταν σφικτότερη) πρόσθεσε προβλήματα. Από την άλλη, η οικονομική επέλαση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη στήριξε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα την χειμαζόμενη κερδοφορία του.
Το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης έθεσε τέλος σε όλη αυτή την ευφορία. Πρώτον, επανεμφανίσθηκε η σοβούσα κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Δεύτερον, η ιμπεριαλιστική «επιδότηση» της κερδοφορίας περιορίσθηκε απότομα καθώς οι Βαλκανικές και ανατολικο-ευρωπαϊκές οικονομίες χτυπήθηκαν άσχημα. Επιπλέον, εντάθηκαν οι ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί με αποτέλεσμα οι πιο αδύναμοι (και μεταξύ αυτών ο ελληνικός καπιταλισμός) να χάσουν έδαφος.
Η δίδυμη ελληνική κρίση πήρε την μορφή των «διπλών ελλειμμάτων» (δημοσιονομικό έλλειμμα και εξωτερικό χρέος) σαν αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης και της οικονομικής εκμετάλλευσης από τους ισχυρότερους δυτικούς ιμπεριαλισμούς. Με το ξέσπασμα της κρίσης όλες οι αναπτυγμένες οικονομίες εγκατέλειψαν, απότομα και για ένα διάστημα, τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες και παρείχαν αφειδώς νομισματική αλλά και δημοσιονομική στήριξη στα ιδιωτικά κεφάλαια (και ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα). Συνεπώς, από το 2008 τα δημόσια ελλείμματα εκτινάχθηκαν στα ύψη και ακολούθησε το δημόσιο χρέος καθώς η στήριξη αυτή χρηματοδοτήθηκε κυρίως με δανεισμό. Έτσι για πολλές χώρες η κρίση μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση, καθώς η παρατεταμένη θέτει εν αμφιβόλω την δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων.
Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας με ορισμένες επιπρόσθετες ιδιομορφίες. Ο ελληνικός καπιταλισμός ιστορικά χαρακτηρίζεται από (συγκριτικά με άλλες χώρες) υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτό δεν είναι σπάνιο για αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές οικονομίες όπου το κράτος σαν συλλογικός καπιταλιστής επωμίζεται σημαντικά βάρη της οικονομικής δραστηριότητας ακριβώς γιατί τα ιδιωτικά κεφάλαια αρνούνται, στα αρχικά στάδια της αναπτυξιακής διαδικασίας, να επωμισθούν τους κινδύνους της. Συνεπώς, τα λεγόμενα διπλά ελλείμματα (και συνεπώς το πρόβλημα του χρέους) είναι παράγωγα και όχι αίτια της ελληνικής κρίσης.
Αντί επιλόγου μπορούν να επισημανθούν τα ακόλουθα. Οι Μαρξιστικές ερμηνείες ξεκινούν από την σφαίρα της παραγωγής και στη συνέχεια εξηγούν πως οι κρισιακές τάσεις εκφράζονται στην σφαίρα της κυκλοφορίας και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό εντοπίζουν τις ρίζες του ελληνικού προβλήματος πρώτα και κύρια στην παραγωγική δομή της οικονομίας και στο πως αυτή επηρεάσθηκε από τις σχέσεις με τις αντίστοιχες ιδιαίτερα των άλλων οικονομιών της ΕΕ. Έτσι αναδεικνύεται πολύ καθαρότερα απ’ ότι στις Ορθόδοξες και στις Ετερόδοξες ερμηνείες το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας. Αντίθετα, οι τελευταίες το βλέπουν μόνο εκ των υστέρων (μετά τις νομισματικές σχέσεις) και εξαιρετικά αδύναμα (απλά ως πρόβλημα ανταγωνιστικότητας). Όμως η βάση των προβλημάτων της χώρας είναι ακριβώς το ότι η σημερινή παραγωγική δομή της (έτσι όπως συγκροτήθηκε από τις επιλογές του ελληνικού κεφαλαίου και τις σχέσεις του με τα ευρωπαϊκά και τα άλλα ξένα κεφάλαια) είναι μη-βιώσιμη. Συνεπώς οι Μαρξιστικές αναλύσεις βλέπουν καθαρότερα τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Η πρόταση διεξόδου που υποστηρίζουν (ΟΜΕ (2013)) επίσης βασίζεται στην θεώρηση αυτή. Προτείνεται η αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ ως βάση για ένα μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής. Η αποδέσμευση από την ΕΕ θα ξαναδώσει στη χώρα αναγκαία εργαλεία οικονομικής πολιτικής (νομισματική, δημοσιονομική, βιομηχανική, εμπορική, συναλλαγματική, κλπ.) που έχουν εκχωρηθεί στα κέντρα της ΕΕ. Για να υλοποιηθεί μία τέτοια στρατηγική απαιτούνται οι ακόλουθοι βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι άξονες πολιτικής:
(1) Στάση πληρωμών (για απαλλαγή από το εξωτερικό χρέος).
(2) Επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων (για αποτροπή της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό).
(3) Κοινωνικοποίηση/εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (για να επιβιώσει και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας).
(4) Σύστημα προοδευτικής φορολογίας (για να εξευρεθούν πόροι από την φορολόγηση του εισοδήματος και του πλούτου του κεφαλαίου) με την ταυτόχρονη πάταξη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής του κεφαλαίου και των ανώτερων εισοδηματικά στρωμάτων.
(5) Ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νομίσματος (για να διευκολυνθεί η ανταγωνιστικότητα) σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών (για να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης). Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης την παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας με την υποκατάσταση εισαγωγών.
Το πιο κρίσιμο όμως στοιχείο της πρότασης και το επιστέγασμα ενός τέτοιου προγράμματος είναι η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση (δηλαδή με την κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο τουλάχιστον των στρατηγικών οικονομικών κλάδων).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Arestis P. (2009), ‘New Consensus Macroeconomics: A Critical Appraisal’, Levy Institute Working Paper No. 564
Arghyrou M. & Kontonikas A. (2010), ‘The EMU sovereign-debt crisis: a call and an opportunity for a Greek supply-side revolution’.
De Grauwe P. (2010a), ‘The Greek crisis and the future of the Eurozone’, EuroIntelligence, March.
Dornbusch R. (2001), ‘The Euro controversy’, MIT Department of Economics Editorial.
EC (2010), ‘The Economic Adjustment Programme for Greece’, European Economy, Occasional Papers no.61.
EC (2012), ‘The Second Economic Adjustment Programme for Greece’, European Economy, Occasional Papers no.94.
ECB (2012), ‘A Fiscal Compact for a Stronger Economic and Monetary Union’, ECB Monthly Bulletin (May).
Feldstein M. (1997), ‘EMU and international conflict’. Foreign Affairs, November/December.
Feldstein M. (2010), ‘The euro’s fundamental flaws – The single currency was bound to fail’, International Economy, Spring.
Katrakilidis C. & Trachanas Em. (2011), ‘Has the Accession of Greece in the EU Influenced the Dynamics of the Country’s ‘Twin Deficits’? An Empirical Investigation’, European Research Studies vol.XIV no.1.
Krugman P. (2012), ‘The Revenge of the Optimum Currency Area’, New York Times 24 June.
Kollintzas Τ., Papageorgiou D. & Vassilatos V. (2012), ‘An Explanation of the Greek Crisis: ‘The Insiders – Outsiders Society’, CEPR Discussion Paper No. 8996.
Lane P. (2012), ‘The European Sovereign Debt Crisis’, Journal of Economic Perspectives vol.26 no.3.
Lapavitsas, C. (2008) ‘Financialised capitalism: direct exploitation and periodic bubbles’, SOAS.
Lapavitsas C., Kaltenbrunner A., Lindo D., Michell J., Painceira J. P., Pires E., Powell J., Stenfors A. & Teles N. (2010), ‘Eurozone in Crisis: Beggar Thyself and Thy Neighbour’, Research on Money and Finance, Occasional Report.
Maniatis Τ. & Passas C. (2013), ‘Profitability, capital accumulation and crisis in the Greek economy 1958-2009: A Marxist analysis’, Review of Radical Political Economics (υπό δημοσίευση).
Mavroudeas S. & Paitaridis D. (2013), ‘The Greek saga: competing explanations of the Greek crisis – A Marxist Alternative’, 1st World Keynes Conference ‘Attacking the Citadel: Making Economics Fit for Purpose’, Izmir University of Economics, Izmir/Turkey, 26-29 June 2013.
Mavroudeas S. (2013), ‘Development and Crisis: The Turbulent Course of Greek Capitalism’, International Critical Thought vol.3 no.3 (υπό δημοσίευση).
Merler S. & Pisani-Ferry J. (2012), ‘Sudden stops in the euro area’, Bruegel Policy Contribution Issue 2012/06.
Milios J. & Sotiropoulos D. (2010), ‘Crisis of Greece or Crisis of the Euro? A View from the European Periphery’, Journal of Balkan and Near Eastern Studies vol.12 no.3.
Nelson R., Belkin P. & Mix D. (2011), ‘Greece’s Debt Crisis: Overview, Policy Responses, and Implications’, Congressional Research Service.
Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών – ΟΜΕ (2013), «Ο Μαρξισμός και η Ελληνική Οικονομική Κρίση», Αθήνα: Gutenberg.
Stockhammer E. (2004), ‘Financialization and the slowdown of accumulation’, Cambridge Journal of Economics no.28.
*Καθηγητής
Τμήμα Οικονομικών
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More