8 Απρ 2014

Το τελευταίο Πάσχα του Μπάϋρον

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗΣ

Άκου, Μπάϋρον, πόσον θρήνον
κάνει, ενώ σε χαιρετά,
η Πατρίδα των Ελλήνων-
Κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά!

Διονύσιος Σολωμός


      Η 19η Απριλίου ήταν η μέρα που πέθανε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι ο κορυφαίος των φιλελλήνων Λορντ Μπάϋρον, ο Λόρδος Βύρων των Ελλήνων.
       Με πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών  (25 Σεπτεμβρίου 2008) καθιερώθηκε η μέρα αυτή ως Ημέρα Φιλελληνισμού και Διεθνούς Αλληλεγγύης. Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων περιλαμβάνει τέλεση δοξολογίας, εκφώνηση ομιλιών και κατάθεση στεφάνων στις έδρες των νομών και των επαρχιών όλης της χώρας,
      Τα τελευταία λόγια του Μπάϋρον ήταν για την Ελλάδα: «Έδωσα στην Ελλάδα τον χρόνο μου, την περιουσία μου, την υγεία μου. Τώρα της δίνω και τη ζωή μου. Τι παραπάνω μπορούσα να κάνω;» Για τέτοιο Φιλέλληνα μιλάμε. Για ένα πασίγνωστο όνομα της εποχής του (αφού για τον Ναπολέοντα και τον Μπάϋρον ένας σύγχρονός τους έγραφε «ο Κορσικανός κυρίευε χώρες, ο Βρετανός κυρίευε καρδιές») που με τον ερχομό του - και κυρίως με τον θάνατό του ανάμεσά μας - έκανε να γείρει η πλάστιγγα αποφασιστικά προς το μέρος των αγωνιζόμενων Ελλήνων του Εικοσιένα. Πώς νομίζετε ότι έγινε το Ναυαρίνο και μας ελευθέρωσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις; Χάρη στον Μπάϋρον. Γιατί πεθαίνοντας το 1824 στο Μεσολόγγι, κάπου μέσα στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία, διαφήμισε με τον θάνατό του το άγνωστο αυτό μέρος στην Ευρώπη. Όταν δυό χρόνια αργότερα, το 1826, με την ηρωική Έξοδό του πέφτει και το ίδιο το Μεσολόγγι, οι λαοί της Ευρώπης που λάτρευαν τον Μπάυρον ξέρανε τώρα ακριβώς τι έπεσε. Το στιγμιαίο αυτό ρεύμα υπέρ των Ελλήνων το εκμεταλλεύτηκε στην Αγγλία ο φίλος του Λόρδου Μπάϋρον Λόρδος Κάννιγκ (πλατεία Κάνιγγος) και ανέτρεψε την περίφημη Ιερά Συμμαχία των Μοναρχών της Ευρώπης που κατέπνιγε τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις και άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία της νέας Ελλάδας. Το Ναυαρίνο των Μεγάλων Δυνάμεων - σαν ορόσημο - έδειξε στον Σουλτάνο ότι η Ευρώπη αποφάσισε. Έτσι, δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι είμαστε ελεύθεροι σήμερα χάρη στη συμβολή και στον θάνατο του Μπάϋρον, του Λόρδου Βύρωνα, που λίγες μέρες πριν πεθάνει είχε γίνει Έλληνας αφού η ελληνική κυβέρνηση του είχε δώσει τιμητικά την ελληνική υπηκοότητα.
      Η Επιτροπή για την προστασία της κληρονομιάς του Λόρδου Βύρωνα, που σήμερα έχει μετονομαστεί σε «Σύνδεσμο Μπάϋρον», είχε καταθέσει πριν από καιρό, προς έγκριση, έκκληση στη Βουλή των Ελλήνων να καθιερωθεί η 19η Απριλίου ως «Ημέρα Φιλελληνισμού και Διεθνούς Αλληλεγγύης» και να εορτάζεται επίσημα. Η έκκληση αυτή έλεγε:
      «Η μνήμη του Λόρδου Βύρωνα παραμένει ζωντανή και τα μηνύματα που τη συνοδεύουν εξαιρετικά επίκαιρα. Γιατί οι εξελίξεις που συντελούνται γύρω μας και ιδιαίτερα η αναζήτηση ανθρωποκεντρικών οραμάτων στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, φέρνουν έντονα στο προσκήνιο τις ιδέες και τις αξίες που εξέφρασε και υπηρέτησε ο μεγάλος ποιητής και φιλέλληνας. Με την ποίησή του και τους αγώνες του, ο Λόρδος Βύρων αναδείχτηκε σε βάρδο της ελευθερίας και σε κορυφαίο εκπρόσωπο του πνεύματος της αντίστασης κατά των ισχυρών της εποχής του. Δηλώνοντας ότι αισθάνεται «πολίτης του κόσμου» , αγωνίστηκε όχι μόνο για την ελευθερία των Ελλήνων αλλά και λαών που υπέφεραν κάτω από τον ζυγό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ύψωσε τη φωνή του από τους πρώτους κατά της κλοπής των Γλυπτών του Παρθενώνα, καταγγέλλοντας τον αμοραλισμό του Λόρδου Έλγιν. Ορκισμένος εχθρός της κοινωνικής αδικίας, δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με το κατεστημένο της χώρας του, συμπαραστεκόμενος στους εξεγερμένους κλωστοϋφαντουργούς του Νόττιγχαμ που αντιμετώπιζαν το φάσμα της μαζικής ανεργίας λόγω της ξαφνικής βιομηχανοποίησης (Σημείωση δικιά μου: Πράγματι, όταν η Βουλή των Λόρδων αποφάσιζε ποινή θάνατος σε όποιον σπάει μηχανές, ο Λόρδος Βύρων ήταν ο μόνος που διαφώνησε, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να πω όχι στην Πρόοδο, αλλά δεν μπορώ να βάλω μια Μηχανή πάνω από τον Άνθρωπο»). Συνδυάζοντας τον μέχρι αυτοθυσίας φιλελληνισμό με την υπεράσπιση οικουμενικών αξιών, ο Λόρδος Βύρων μας άφησε μια ανεκτίμητη κληρονομιά, που μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί στους σύγχρονους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό και τον εξανθρωπισμό των διεθνών σχέσεων, αλλά και στη διαμόρφωση των αντιλήψεών μας για τη θέση και το ρόλο της χώρας μας στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και στον Κόσμο».
      Το 2009 συμπληρώθηκαν διακόσια χρόνια από τον ερχομό και την πρώτη γνωριμία του Μπάϋρον με την Ελλάδα. Είχε, έτσι, προσωπική εμπειρία για την πραγματική κατάσταση της κατάπτωσης και παράλληλα του σθένους των Νεοελλήνων: «Είναι, λένε γι’ αυτούς, επαίσχυντα αχάριστοι. Μα ποιός έχει κάνει καλό στην Ελλάδα ή στους Έλληνες; Πρέπει να νιώθουν ευγνωμοσύνη στους Τούρκους για τις αλυσίδες τους και στους Ευρωπαίους για τις ψεύτικες υποσχέσεις τους; Οι Έλληνες είναι σαν ένα σκυλί που σε δαγκώνει όταν πας να το χαϊδέψεις, γιατί έχει ξεσυνηθίσει την καλοσύνη». Έμαθε Νέα Ελληνικά, τα ρωμέηκα όπως τα έλεγαν τότε και απαθανάτισε σε στίχους την ελληνοπούλα Τερέζα Μακρή σαν «Κόρη των Αθηνών», βάζοντας σε κάθε στροφή του ποιήματος, στα λανθασμένα τότε ακόμα ελληνικά του, την επωδό «Ζώη μού, σας αγαπώ».
      Ποτέ δεν εκφράστηκαν άλλοι για την Ελλάδα με καλύτερο τρόπο από αυτόν του Μπάϋρον: «Είναι η Ελλάδα, μα όχι ζωντανή πια,| τόσο γλυκιά στην παγωνιά της,| τόσο θανάσιμα όμορφη». Αυτά τα αισθήματα ένιωθε, καθώς στεκόταν μπροστά στα απομεινάρια του Παρθενώνα και των άλλων ναών, που υπέστησαν τις επιδρομές των αμέτρητων χρόνων και διατηρούσαν ακόμη ανεξίτηλα τα ίχνη από το παλιό τους μεγαλείο και από την απαράμιλλη ομορφιά τους. Είναι χαρακτηριστικό και όχι τυχαίο ότι από όλους τους ξένους επισκέπτες που φεύγοντας από τα μέρη μας έπαιρναν μαζί τους αρχαία, ο νεαρός λόρδος ήταν ο μόνος που έφυγε με άδειες αποσκευές. Ήταν επίσης ο πρώτος που πολύ πριν το 1821 και συγκεκριμένα το 1809 οραματίστηκε σ’ αυτή την άκρη της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια ελεύθερη Ελλάδα: «Βουνά τον πλατύ Μαραθώνα κοιτάνε | κι εκείνος κοιτάει τη θάλασσα πέρα | κι εγώ πως μπορούσε ονειρεύομαι να ’ναι | ελεύθερη πάλι Ελλάδα μια μέρα! | Γιατί σε εδάφη που νίκες κατέχουν | εδώ δεν αντέχω για σκλάβο να μ’ έχουν».
      Έτσι, το μυαλό του Μπάυρον γέννησε χίλιες δύο σκέψεις και πλημμύρισε η ψυχή του από απέραντο θαυμασμό για την Ελλάδα.          «Όταν κανείς για λευτεριά δεν μπορεί να παλέψει στα μέρη του, τις μάχες του ας δίνει σ’ άλλη γη» είχε πει κάποτε σε δυο στίχους του και το έκανε πράξη στην επαναστατημένη Ελλάδα.
      Από την Ιταλία, όπου βρισκόταν εκείνη την εποχή, παρακολούθησε με αγωνία την εξέλιξη των γεγονότων και πείστηκε ότι το Ξεσήκωμα ήταν γενικό και σταθερό και πως μπορούσε κι αυτός να προσφέρει κάτι. Έτσι, αποφάσισε να συνδέσει την τύχη του με αυτήν της Ελλάδας. Η απόφασή του δεν ήταν επιπόλαιη. Ο Μπάϋρον δεν μπλέχτηκε στην περιπέτεια, όπως πολλοί πίστεψαν, διακατεχόμενος μόνο από τον ενθουσιασμό του ποιητή που ήταν. Κάθε άλλο. Μελέτησε το ζήτημα αυτό ψύχραιμα, ζήτησε από παντού πληροφορίες και ύστερα αποφάσισε να αναμιχθεί, κι αυτό τον τιμά. Κι ενώ άλλοι που ανακατεύτηκαν από πρόσκαιρο ενθουσιασμό, ύστερα απογοητεύτηκαν, ο Μπάϋρον, έξυπνος και γεμάτος πάθος, έδειξε ψυχραιμία και σύνεση σε κάθε του κίνηση. Είχε διαδοθεί ότι έφερνε τεράστια ποσά και το κάθε κόμμα φιλοδοξούσε να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη μερίδα. Ύστερα από ανάλυση της κατάστασης, πείστηκε μόνος του ότι η Δυτική Ελλάδα ήταν το μέρος που χρειαζόταν την βοήθειά του.
      Ακόμα κα σήμερα είναι επίκαιρος όπως φαίνεται σε ένα γράμμα του σταλμένο από την Κεφαλονιά, λίγο πριν πάει στο Μεσολόγγι: «Θλίβομαι βαθύτατα ακούγοντας ότι οι εσωτερικές έριδες της Ελλάδας               συνεχίζονται. Και αυτό, σε μια στιγμή που η πατρίδα σας θα μπορούσε να θριαμβεύσει σε πολλούς τομείς. Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: Να κατακτήσει την ελευθερία της. Να γίνει κτίση των ηγεμόνων της Ευρώπης. Ή, να παραμείνει Τουρκική επαρχία. Τώρα μπορεί να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτές. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε μια από τις δύο τελευταίες. Αν η Ελλάδα ζηλεύει την τύχη της Βλαχίας και της Κριμαίας, μπορεί να την έχει αύριο. Αν της Ιταλίας, μεθαύριο. Αν όμως θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη, αληθινή και ανεξάρτητη, καλά θα κάνει να αποφασίσει τώρα, αλλιώς δεν θα έχει ποτέ αυτήν την ευκαιρία».
      Το Μεσολόγγι, λοιπόν, ήταν το μέρος που θα ’πρεπε να αγωνιστεί και να σώσει κι έτσι ετοιμάστηκε να πάει εκεί. Ο Μπάϋρον είχε ήδη δώσει στην κυβέρνηση σημαντικότατη βοήθεια. Ανάμεσα στα άλλα, ένα δάνειο από 30.000 δολάρια που κανένας άλλος δεν θα της έδινε και μάλιστα με ελάχιστες πιθανότητες να του επιστραφούν. Επίσης, ήταν ο ίδιος εγγύηση για οποιοδήποτε άλλο δάνειο δόθηκε, αφού οι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 δεν είχαν ακόμα κράτος.
     Όταν τελικά ο Μπάϋρον  έφτασε στις 5 Ιανουαρίου του 1824 στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και γινόταν δεκτός με μεγάλες τιμές από τους Έλληνες, τίποτα δεν έδειχνε ότι σε τέσσερεις μόλις μήνες θα ήταν νεκρός. Κι όμως, εκτός από το τελικό χτύπημα της Μοίρας μέσα στο Πάσχα που θα ερχότανε, μεσολάβησαν πολλά άλλα γεγονότα που συνθέσανε τον καμβά της απογοήτευσης. Προς τιμή του, ο Μπάϋρον δεν παράτησε τους Έλληνες. Το κομβικό αυτό σημείο το επισημαίνει ο Νίκολσον: «Ο Λόρδος Βύρων δεν έκανε τίποτ’ άλλο στο Μεσολόγγι  παρά αυτοκτόνησε.  Αλλά μοναχά με την ηρωική αυτή πράξη, εξασφάλισε την απελευθέρωση της Ελλάδας. Αν ο Λόρδος Βύρων, όπως τον παρακινούσαν πολλοί να το κάνει, τον Φεβρουάριο του 1824 παρατούσε την ελληνική υπόθεση, είμαι βέβαιος πως δεν θα υπήρχε Ναυαρίνο. Θα είχε διαφορετική εξέλιξη  όλη η Ιστορία της νοτιοανατολικής Ευρώπης». Έτσι φαίνεται καθαρά με την τίμια επιμονή του να μείνει κοντά μας ως το τέλος, πως ο φίλος των Ελλήνων δεν ήταν μόνο μια μεγάλη ποιητική δύναμη, αλλά είχε και μια μοναδική πολιτική διαίσθηση που τόσο πολύ την χρειαζόμασταν στην υπεράνθρωπη εκείνη προσπάθειά μας το 21.
      Κατά τη διάρκεια των χειμωνιάτικων μηνών δεν υπήρχε φόβος στο Μεσολόγγι να τους επιτεθούν οι Τούρκοι. Ήταν όμως εξίσου βέβαιο ότι, μόλις ερχόταν η Άνοιξη, θα έκαναν προσπάθεια να καταλάβουν την πόλη και γι’ αυτό υπήρχε ανάγκη να βελτιωθεί η αμυντική θωράκισή της. Ο Μπάϋρον κλήθηκε να καλύψει τα έξοδα, τόσο για τα νέα αυτά αμυντικά έργα όσο και για τη συντήρηση του στόλου. Παράλληλα ανέλαβε την εποπτεία για τη δημιουργία πυρήνα μιας ταξιαρχίας πυροβολικού προσλαμβάνοντας όλους τους ξένους αξιωματικούς που υπήρχαν εκεί.
      Φρόντισε επίσης για τους Σουλιώτες του Μάρκου Μπότσαρη που, λίγο πριν έρθει, είχε σκοτωθεί, σχηματίζοντας άγημα δικό του με πεντακόσιους απ’ αυτούς. Το μεγάλο λάθος του Μπάϋρον υπήρξε η συγκρότηση αυτού του στρατιωτικού σώματος των Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες αναμφισβήτητα ήταν οι πιο γενναίοι Έλληνες και κράτησαν αυτόν τον τίτλο για πολλά χρόνια. Ποτέ δεν έσκυψαν το κεφάλι στους Τούρκους. Ήταν ατρόμητοι και σταθεροί στην ώρα του κινδύνου, αλλά δεν μπορούσαν να ανεχθούν κανενός είδους πειθαρχία. Δεν έκαναν ποτέ κάτι παρά τη θέλησή τους και δεν ακολουθούσαν κανέναν οπλαρχηγό, παρά μόνο για όσο καιρό τους πλήρωνε.
      Ο Μπάϋρον αγωνίστηκε με πάθος για την υπόθεση στην οποία είχε ακράδαντα πιστέψει. Δαπανούσε κάθε ημέρα σημαντικά χρηματικά ποσά κι ένας λεπτομερής λογαριασμός προς το συνταγματάρχη Στάνχοπ και τους άλλους μας δείχνει ότι τα ποσά αυτά ήταν πολύ μεγαλύτερα από ό,τι πίστευε ο κόσμος. Τα έξοδά του έφταναν τις 2.000 σημερινά ευρώ τη βδομάδα, μόνο για το συσσίτιο. Δεν κουράστηκε ποτέ, προσπαθώντας να συμφιλιώσει τους διάφορους οπλαρχηγούς. Και είχε συμφωνήσει να πάει με τον Μαυροκορδάτο σε ένα πολεμικό συμβούλιο στην Άμφισσα, που τότε λεγόταν Σάλωνα, για να δουν πώς θα υπερνικούσαν αυτές τις δυσκολίες. Ούτε για μια στιγμή δεν απογοητεύτηκε και δεν σκέφτηκε να παραιτηθεί. Έγραφε σε έναν φίλο του στην Ζάκυνθο: «Τώρα, γράφοντάς σου αυτά, γνωρίζω για τις δυσκολίες, τις διαφορές και τα ελαττώματα των Ελλήνων. Αλλά κάθε λογικός άνθρωπος, πρέπει να τα παραβλέπει. Θα μείνω εδώ ώσπου να βεβαιωθώ ότι ή η Ελλάδα θα αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό ή θα πέσει πάλι στην εξουσία του. Όλα τα εισοδήματά μου θα δαπανηθούν γι’ αυτόν τον σκοπό. Ό,τι προσφέρω από το δικό μου εισόδημα και τις προσωπικές μου προσπάθειες θα το δώσω με ευχαρίστηση».
     Ο φιλέλληνας ταγματάρχης Γουίλιαμ Πάρρυ γράφει σχετικά: «Δημιούργησε σιδηρουργεία στο Ναύσταθμο, όπου προσέλαβε εξειδικευμένους εργάτες, και το καθετί γινόταν με μεγάλη προσπάθεια και μεθοδικότητα. Ο αγγλικός λαός που διασκέδαζε παλαιότερα με τις αλλεπάλληλες ιδιορρυθμίες και εκκεντρικότητες του Λόρδου Βύρωνα, αγνοούσε σε ποιες θυσίες και στερήσεις υποβαλλόταν για να βοηθήσει την υπόθεση της Ελλάδας. Μας ενθάρρυνε σε όλες τις δραστηριότητές μας και, το πιο σημαντικό, ξόδευε προκαταβολικά όσα χρήματα χρειάζονταν για να προοδεύσει ο Αγώνας».
      Λέει σχετικά ο συμπατριώτης του συνταγματάρχης Στάνχοπ, που δεν υπήρξε ούτε θαυμαστής του Μπάϋρον ούτε κόλακας, αλλά ήταν ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο κι έτσι οι κρίσεις του για τον κορυφαίο των φιλελλήνων είναι αμερόληπτες:
      «Ο Λόρδος Μπάϋρον ήταν ιππότης μέχρις υπερβολής. Αυτό θα μπορούσε να τον κάνει να πέσει στην εκτίμηση των ανθρώπων, αν δεν είχε δώσει εξαιρετικά δείγματα θάρρους, π.χ. μόλις συνήλθε από την πρώτη προσβολή της αρρώστιάς του, κι αυτό συνέβη στο δωμάτιό μου, ρωτούσε επίμονα το γιατρό με τη μεγαλύτερη αταραξία, αν διέτρεχε κίνδυνο. Αν ναι, τον παρακαλούσε να του το πει, γιατί δε φοβόταν καθόλου το θάνατο. Λίγο ύστερα από αυτόν τον φοβερό παροξυσμό, κατέπεσε στο κρεβάτι λιπόθυμος από την αιμόπτυση, με το νευρικό του σύστημα εξουθενωμένο. Τότε, οι ατίθασοι Σουλιώτες, με σκονισμένες τις λαμπερές στολές τους, όρμησαν μέσα στο διαμέρισμά του, κραδαίνοντας τα ακριβά τους άρματα, φωνάζοντας και διεκδικώντας τους μισθούς τους. Ο Μπάϋρον, σοκαρισμένος από το γεγονός αυτό, που δεν το περίμενε, φάνηκε να συνέρχεται. Και όσο πιο πολύ μανιασμένα συμπεριφέρονταν οι Σουλιώτες, τόσο η ψυχραιμία του θριάμβευε και ανακτούσε το ηθικό του. Η σκηνή, αληθινά, ήταν υπέροχη.
       Ο νέος σοβαρός σκοπός που έθεσε στη ζωή του ο Μπάϋρον ξύπνησε τις καλύτερες και ευγενέστερες ικανότητές του. Και παρά τις επιπολαιότητές του, η διαγωγή του ήταν πάντα ανάλογη με τις αρχές που υποστήριζε. Είχε πολλές δυσκολίες να υπερπηδήσει, ιδιαίτερα με τους απειθάρχητους Σουλιώτες. Τις ξεπέρασε όλες μία προς μία και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Ναυπάκτου, όταν τον προσέβαλε η αρρώστια, που εξελίχθηκε μοιραία γι’ αυτόν, μέσα σε δέκα μέρες. Ο θάνατος υπήρξε μεγάλο πλήγμα για την Ελλάδα. Η εκδήλωση των αισθημάτων συμπάθειας στο σύντομο χρονικό διάστημα της αρρώστιάς του, είναι η τρανή απόδειξη για τη θέση που κατείχε ο Μπάϋρον στις καρδιές των Ελλήνων. Αμέσως μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός του, ο Μαυροκορδάτος εξέδωσε προκήρυξη για να ρυθμιστούν οι διατυπώσεις της κηδείας. Αλλά δεν ήταν μόνο οι πολιτικές, θρησκευτικές και στρατιωτικές τελετές, που έδειχναν την απήχηση που είχε στους Έλληνες ο θάνατος του Μπάϋρον, του δικού τους Λόρδου Βύρωνα. Το γενικό πένθος εκδηλώνονταν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κάθε πρωί, στο διάστημα της αρρώστιάς του, πλήθος κόσμου συνέρρεε έξω από το σπίτι του, να μάθει την πορεία της υγείας του και ο συνηθισμένος πρωινός χαιρετισμός είχε αντικατασταθεί με την αγωνιώδη ερώτηση: «Πως πάει ο μυλόρδος;». Μια βαριά ατμόσφαιρα απλωνότανε σε όλο το Μεσολόγγι, που γινόταν πιο αισθητή γιατί συνέπεσε με τις Μέρες του Πάσχα, που σε αυτές οι Έλληνες έδιναν πιο μεγάλη θρησκευτική σημασία».
      Οι γιατροί του που δεν κατάφεραν να τον διατηρήσουν στη ζωή, τον διατήρησαν στον θάνατο: Τον ταρίχευσαν. Καρδιά, εγκέφαλος, πνεύμονες, κλπ, διαχωρίστηκαν από το σώμα. Ο ένας πνεύμονάς του δόθηκε στους Έλληνες, επισφραγίζοντας ίσως συμβολικά αυτό που είχε πει κάποτε: «Αν είμαι ποιητής, το χρωστάω στον αέρα της Ελλάδας».
      Η επίσημη Πολιτεία (Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος) εξέδωσε την προκήρυξη του Μαυροκορδάτου: «Αι παρούσαι χαρμόσυναι ημέραι έγιναν δι’ όλους ημάς, ημέραι πένθους. Ο Λόρδος Βύρων επέρασεν σήμερον εις την άλλην ζωήν, περί τας ένδεκα ώρας το εσπέρας, μετά μίαν ασθένειαν φλογιστικού ρευματικού πυρετού δέκα ημερών. Δυνάμει του υπ’αρ.314 και ημ.15 Οκτωβρίου θεσπίσματος του Βουλευτικού Σώματος διατάσσεται:
      α) Αύριον, μόλις ανατείλη ο ήλιος να πέσουν από το μεγάλο κανονιοστάσιον του τείχους αυτής της Πόλεως 37 κανονιές (μία το κάθε λεπτό) κατά τον αριθμόν των χρόνων της ζωής του αποθανόντος.
      β) Όλα τα υπουργεία, διά τρεις ημέρας κατά συνέχειαν, να κλεισθούν, εμπεριεχομένων και των κριτηρίων.
      γ) Να κλεισθούν όλα τα εργαστήρια εκτός εκείνων, όπου πωλούνται τροφαί και ιατρικά, και να λείψουν τα μουσικά παιχνίδια, οι συνηθισμένοι εις αυτάς ημέρας χοροί, να παύσουν τα φαγοπότια εις τα κρασοπωλεία, και κάθε άλλο είδος ξεφαντώματος.
      δ)Να γενή 21 ημέρας γενική πενθηφορία.
      ε) Να γίνουν επικήδειοι δεήσεις εις όλας τας Εκκλησίας».
      Το πρωί της επόμενης μέρας τριανταεπτά πυροβόλα σήμαιναν τον αποχαιρετισμό της Ελλάδας στον νεκρό υπερασπιστή της. Στις πένθιμες βολές, από την απέναντι ακτή, απαντούσαν με χαρούμενους κανονιοβολισμούς οι Τούρκοι των Πατρών. Μέσα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου - που σήμερα δεν υπάρχει πια και στη θέση της υψώνεται, στο κεντρικότερο σημείο του Κήπου των Ηρώων, ο μαρμάρινος ανδριάντας του Μπάϋρον - συγκεντρώθηκαν όλοι οι θρυλικοί αγωνιστές του Μεσολογγίου για την κηδεία.
            Ο Ιταλός φίλος του κόμης Πιέτρο Γκάμπα γράφει:
      «Όλη αυτή την ημέρα μια σιωπή θανάτου διαπερνούσε την πόλη. Σκεπτόμασταν να τον κηδέψουμε στις 21, αλλά η συνεχής βροχή μας εμπόδισε. Την επομένη, 22, προετοιμαστήκαμε για να εκπληρώσουμε το θλιβερό αυτό καθήκον, με τα πενιχρά μέσα που διαθέταμε. Στη μέση της ταξιαρχίας του, των κυβερνητικών τμημάτων και όλου του πληθυσμού, στους ώμους των αξιωματικών του, που κάθε τόσο τους αντικαθιστούσαν άλλοι, το πολύτιμο λείψανο μεταφέρθηκε στην εκκλησία, όπου ήταν θαμμένοι ο Μάρκος Μπότσαρης και ο στρατηγός Νόρμαν. Εκεί ακουμπήσαμε το φέρετρο, που ήταν μια ξύλινη κακοφτιαγμένη κασέλα. Ένας μαύρος μανδύας χρησιμοποιήθηκε για σάβανο και πάνω σε αυτό βάλαμε ένα κράνος, ένα ξίφος, και ένα στεφάνι από δάφνη. Καμιά άλλη πένθιμη πομπή δεν θα μπορούσε να αφήσει τέτοιαν εντύπωση, ούτε μπορούμε να περιγράψουμε την συγκίνηση αυτής της τόσο απλής τελετής. Η αγριάδα και η ερημιά του τοπίου, οι άξεστοι και αγριωποί πολεμιστές τριγύρω μας, το βαθύ και απροσποίητο πένθος τους, οι χαμένες ελπίδες τους, οι ανησυχίες τους και τα βαριά προαισθήματα που διάβαζες σε κάθε πρόσωπο, όλα μαζί παρουσιάζανε την πιο συγκινητική και επιβλητική εικόνα που έχω δει γύρω από τη σορό ενός μεγάλου άνδρα».
      Ο Σπυρίδων Τρικούπης, με το ρητορικό του ταλέντο, εκφώνησε τον επικήδειο:
      «Τι αξιοθρήνητον δυστύχημα! Ολίγος καιρός είναι αφού ο λαός της πολύπαθης Ελλάδος όλος χαρά και αγαλλίαση εδέχθη εις τους κόλπους του τον επίσημον τούτο άνδρα και σήμερον όλος θλίψη και κατήφεια καταβρέχει το νεκρικόν του κρεβάτι με πικρότατα δάκρυα, και οδύρεται απαρηγόρητα. Ο γλυκύτατος χαιρετισμός «Χριστός Ανέστη» έγινε άχαρις την ημέραν του Πάσχα εις τα χείλη του κάθε Έλληνος Χριστιανού, και απανταίνοντας ο ένας εις τον άλλον, πριν του ευχηθή τες καλές εορτές, ερωτούσε «Πώς είναι ο μυλόρδος;».
      Χιλιάδες άνθρωποι συναγμένοι να δώσουν μεταξύ τους το θείον φίλημα της αγάπης εις την ευρύχωρον πεδιάδα έξω από το τείχος της πόλεώς μας, εφαίνονταν ότι εσυνάχθησαν μόνον και μόνον να παρακαλέσουν τον Ελευθερωτήν του Παντός διά την υγείαν του συναγωνιστού της ελευθερίας του Γένους μας. Και πώς ήτο δυνατόν να μη συντριβή η καρδία όλων; Να μη καταπικραθούν όλων τα χείλη; Ευρέθηκεν άλλη φοράν το μέρος τούτο της Ελλάδος εις περισσοτέραν χρείαν και ανάγκην παρά εις την εποχήν, εις την οποίαν ο πολυθρήνητος μυλόρδος Μπάϋρον επέρασε με κίνδυνον και αυτής της ζωής του εις το Μεσολόγγι, και τότε και εις όσον καιρόν συνέζησε μαζί μας, δεν εθεράπευσε το πλουσιοπάροχόν του χέρι τες δεινότατες χρείες μας, χρείες όπου η πτωχεία μας ταις άφηνεν αδιόρθωτες; Πόσα άλλα καλά πολύ ακόμα μεγαλύτερα, ελπίζαμεν από αυτόν τον άνδρα; Και σήμερον, αλλοίμονον! Σήμερον ο πικρός τάφος καταπίνει και αυτόν και τες ελπίδες μας!
      Αλλ’ έως αυτού, αδερφοί, είδατε τον φιλελεύθερον, τον πλούσιον, τον ανδρείον άνθρωπον, τον αληθινόν φιλλέληνα, είδατε τον ευεργέτην. Τούτο φθάνει βέβαια να μας κινήση τα δάκρυα. Δεν φθάνει όμως, δεν φθάνει διά την υπόληψίν του και το μέγεθος του ενδόξου επιχειρηματός του αυτός, του οποίου κλαίομεν τον θάνατον απαρηγόρητα, είναι άνθρωπος ο οποίος (εις το είδος του) έδωκε το όνομά του εις τον αιώνα μας. Η ευρυχωρία του πνεύματός του και το ύψος της φαντασίας του δεν τον άφησαν να πατήση τα λαμπρά, πλην κοινά ίχνη της φιλολογικής των παλαιών δόξας. Έπιασε νέο δρόμον, τον οποίον η γεροντική πρόληψις προσεπάθησε και προσπαθεί ακόμη να τον κλείση εις την σοφήν Ευρώπην. Αλλά όσω ζουν τα συγγράματά του (και θα ζουν όσω ζη ο κόσμος) θέλει μείνει πάντοτε ο δρόμος αυτός ανοιχτός επειδή και αυτός καθώς και ο άλλος είναι δρόμος αληθινής δόξας. Εδώ παρατρέχω όσα με βιάζει να σας κοινοποιήσω το βαθύ σέβας και ο μεγάλος ενθουσιασμός όπου πάντοτε ενέπνευσεν εις την καρδίαν μου η ανάγνωσις των συγγραμμάτων του και τον οποίον αισθάνομαι τώρα σφοδρότερον από άλλην φοράν. Εγκωμίασε και εγκωμιάζει τον ποιητήν του αιώνος μας όλη η σοφή Ευρώπη, και θέλει τον εγκωμιάσουν όλοι οι αιώνες, επειδή εγεννήθηκε διά όλην την Ευρώπην και διά όλους τους αιώνας.
      Γεννημένος εις την λαμπρότατην μητρόπολιν της Λόνδρας, ευγενέστατος και από πατέρα και από μητέρα, πόσην χαράν αισθάνθηκε η φιλελληνική του καρδιά, όταν η πτωχή μας πόλις εις σημείον ευγνωμοσύνης, τον επολιτόγραψε; Εις αυτόν τον αγώνα του θανάτου του, ήγουν την στιγμήν όταν κρυμμένη η αιωνιότης δείχνεται εις τον άνθρωπον ευρισκόμενον εις τα όρια της θνητής και αθάνατης ζωής, όταν λέγω όλος ο ορατός κόσμος φαίνεται ένα μόνον σημείον ως προς τα λαμπρά έργα της θείας παντοδυναμίας, εις εκείνην την φοβεράν ώραν ο πολυένδοξος τούτος νεκρός αφήνοντας τον κόσμον όλον εβάσταξεν εις το στόμα του μονάχα δύο ονόματα, της μονάκριβης και πολυαγαπημένης του κόρης και της Ελλάδος. Αυτά τα δύο ονόματα βαθειά ριζωμένα εις τα σπλάχνα του, μήτε η στιγμή του θανάτου δεν μπόρεσε να τα εξαλείψη: «Κόρη μου!» είπε, «Ελλάδα!» είπε, και η φωνή του έλειψε! Ποία ελληνική καρδία να μη συντρίβεται όσες φορές ενθυμείται αυτήν την περίστασιν!
      Αι ιδικαί σου αγκάλες, ακριβή του και πολυαγαπητή θυγάτερ, αι ιδικαί σου θα τον δεχθούν, τα δάκρυα τα εδικά σου θα παρηγορήσουν τον σωματοφόρον τάφον του, και τα δάκρυα των ορφανών Ελλήνων θέλει χύνονται πάνω εις την θήκη του πολυτιμότατου πνεύμονός του και απάνω εις όλην την γην της Ελλάδος, επειδή όλη η γη της Ελλάδος του είναι ο τάφος του καθώς εις τες υστερινές στιγμές της ζωής του, εσέ εις την Ελλάδα είχεν εις την καρδίαν του και εις τα χείλη του, δίκαιον ήταν και ύστερα από τον θάνατόν του να λάβη και αυτή μερίδιον από τα μεγαλοτίμητα λείψανά του. Σου τα ξεπροβοδεί όλη η Ελλάς μαυροφορεμένη, όλη απαρηγόρητη. Σου τα ξεπροβοδεί με όλην την εκκλησιαστικήν, την πολιτικήν και στρατιωτικήν τιμήν και παράταξιν, και με όλον το πλήθος των συμπολιτών του Μεσολογγιτών και ομογενών του Ελλήνων. Σου τα ξεπροβοδεί στεφανωμένα με την ευγνωμοσύνην της, παρηγορημένα με τα δάκρυά της. Μάθε, ευγενεστάτη κόρη, μάθε ότι στρατηγοί τα εβάσταξαν εις τους ώμους τους, και τα έφεραν εις την εκκλησίαν, χιλιάδες Έλληνες στρατιώται εσκέπαζαν τα δεξιά και αριστερά μέρη του δρόμου, όθεν τα εδιάβαιναν, και τα στόματα των τουφεκιών, οπού εκατάφαγαν τόσους και τόσους τυράννους, ήσαν όλα γυρμένα κατά την γην, ωσάν να ήθελαν να πολεμήσουν την γην, οπού τους άρπαξε τον ειλικρινή φίλο τους. Όλα αυτά τα πλήθη των στρατιωτών με το σπαθί τούτην την στιγμήν εις την μέση, με το τουφέκι εις τον ώμον, και έτοιμα να εκστρατεύσουν εναντίον του άσπονδου εχθρού του Χριστού και του ανθρώπου, περικυκλώνουν το νεκρικόν κρεββάτι, και ορκίζονται να μη λησμονήσουν ποτέ τας θυσίας του πατρός σου, και ποτέ να μην αφήσουν να πατηθή από βάρβαρον και τυραννικόν ποδάρι ο τόπος εις τον οποίον ευρίσκονται απομεινάρια του. Χιλιάδες στόματα χριστιανικά ανοίγονται αυτήν την στιγμήν, και ο ναός του Υψίστου Θεού των Χριστιανών αναβοά όλος ύμνους, όλος ικεσίας, δια να κατευοδωθούν τα σεβάσμια λείψανά του εις την πατρικήν του γην, και να αναπαυθή η ψυχή του όπου οι δίκαιοι αναπαύονται».
      Αυτός ο επικήδειος λόγος, που μαρτυρεί με κάθε δυνατό τρόπο την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων για τις υπηρεσίες του Λόρδου Βύρωνα, όπως επίσης και το σεβασμό τους, δημοσιεύτηκε ύστερα από διαταγή της κυβέρνησης.
      Κάποτε είχε πει: «Θέλω να πολεμήσω, τουλάχιστον με λόγια και αν ευτυχήσω και με έργα, όλους όσους καταπολεμούν τη σκέψη. Θα ξεσηκώσω, αν μπορέσω, και τις πέτρες ακόμα ενάντια στους τυράννους της γης». Με τη μεγάλη προσφορά του στην ελευθερία μας, απαντάει σήμερα στην καρδιά μας: «Έζησα και δεν έζησα μάταια». Και ο Βύρωνας, όπως λέει σήμερα τον Μπάυρον ο λαός, θα θεωρείται εσαεί μεγάλος ευεργέτης των Ελλήνων.

                 
                                                          ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗΣ


Λόρδος Βύρων:
Περιφρονώ τη φυλή των Ελλήνων
Λόρδος Βύρων: πως έλαμψε διά τής απραγίας του και τον θαυμάσαμε γι αυτό: «Η περίπτωση τού λόρδου Βύρωνα είναι μια άλλη απόδειξη τής ομαδικής παράνοιας, που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει ακόμη τους νεοέλληνες από την Επανάσταση μέχρι τις ημέρες μας. Πρόκειται για μια ομαδική αυθυποβολή σε ό,τι εκάστοτε "γυαλίζει", που το λατρεύουν, το μυθοποιούν, το αναγάγουν σε ένα είδος φετίχ και το προσκυνούν. Μόνο με καθαρά ψυχιατρικούς και ψυχολογικούς όρους μπορεί να ερμηνευθεί η στάση αυτή του πλήθους, ή σωστότερα τής πλειοψηφίας τού πλήθους...

»Δεν χρειάστηκαν να περάσουν περισσότερο από τρεις μήνες και δέκα ημέρες παραμονής τού Βύρωνα στο Μεσολόγγι, για να δημιουργηθεί ο αστερισμός του. Όσο, όμως, και αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω, γιατί ο Άγγλος αυτός ευπατρίδης, που ήρθε στην Ελλάδα και έμεινε μόνο τρεις μήνες, ηρωοποιήθηκε και μυθοποιήθηκε τόσο πολύ, ώστε να θεωρείται ως ένας από τους εθνικούς μας ήρωες, τού οποίου την (ανύπαρκτη) δράση διδασκόμαστε από την πρώτη Δημοτικού, τού έχουμε στήσει παντού προτομές και αφιερώσει πλατείες και δρόμους στο όνομα του! Ο Άγγλος λόρδος, δεν πέθανε μαχόμενος για την ελευθερία των Ελλήνων. Απλώς πέθανε, όπως τόσος κόσμος καθημερινά, από αρρώστια, κάποιος μάλιστα γιατρός, είπε, ότι πέθανε από σύφιλη. Δεν τραυματίστηκε, ούτε καν συμμετείχε σε κάποια μάχη με τους Τούρκους, δεν εμπόδισε έστω κάποια εθνική καταστροφή, ούτε ουσιαστικά βοήθησε τον αγώνα με κάποιον άλλο τρόπο. Εκτός αν θεωρηθεί βοήθεια προς το αγωνιζόμενο έθνος, ότι δάνεισε στον Μαυροκορδάτο, με τόκο τέσσερεις χιλιάδες λίρες, που ο τελευταίος χρησιμοποίησε στο εμφύλιο πόλεμο, για να καταστείλει την "ανταρσία" τού Μοριά...

»Όλες οι περιγραφές, που δίδονται γι΄ αυτόν συμφωνούν, στο ότι επρόκειτο για έναν κακομαθημένο, εγωιστή, επιπόλαιο, ευφάνταστο, μεγαλομανή, πεισματάρη, αλκοολικό και εκκεντρικό αριστοκράτη.

»...Παντού διαδόθηκε, ότι φέρνει “μιλιούνια” τις λίρες και οι πάντες -πλην τού Κολοκοτρώνη- σπεύδουν να επωφεληθούν και κάποιοι άλλοι δεν ξεχνούν να τού τάζουν “άφθονες παρθένες, αμέτρητες σαν τα βατόμουρα”. ;Eρχεται στην Ελλάδα με τη ματαιοδοξία και τη φιλοδοξία, να γίνει βασιλιάς της ή πρόεδρος της Δημοκρατίας, ή το λιγότερο στρατηγός. Είχε εξομολογηθεί στους φίλους του, ότι εάν οι Έλληνες, μετά την απελευθέρωσή τους, τού πρότειναν τo θρόνο τής Ελλάδος, δεν θα τον αρνιόταν. Έχει κιόλας προμηθευθεί από τούς ράφτες τής Γένοβας πολύχρωμες, -πράσινες, χρυσές, πορφυρές- στρατιωτικές στολές, στολισμένες με μαλαματένια και ασημένα σειρήτια, πλούσιες επωμίδες και πολεμικά καπέλα. Είχε τρεις περικεφαλαίες χρυσοποίκιλτες και δέκα σπαθιά. Όταν έβγαινε περίπατο, τον συνόδευαν εννιά υπηρέτες με πέντε άλογα και τον ακολουθούσε ένας μαύρος Αιθίοπας, ως θαλαμηπόλος. Το παρουσιαστικό του δεν είχε τίποτε το επιβλητικό. “Το μέτωπο του ήταν λευκό σαν αλάβαστρος. Τα κάπως θηλυκά χαρακτηριστικά του μετριάζονταν από το μουστάκι που έτρεφε -καστανό ανοιχτό- και το γενάκι του. Τα μάτια του, με βολβούς, που πρόβαλλαν από τις κόχες, ήταν βαθιά γαλάζια. Είχε μια θηλυκότητα στην έκφραση του”. (James Beowne, Voyage from Leghorn to Cephalonia with Lord Byron, Edinburgh, 1834, σελ. 56).


»Απ΄ ό,τι φαίνεται, για τους Έλληνες δεν έτρεφε και τα καλύτερα των αισθημάτων. Μάλλον φιλότουρκος ήταν, παρά φιλέλληνας: “Οι Έλληνες”, έγραψε σε φίλο του, “είναι ίσως ο πιο διεφθαρμένος, ο πιο εκφυλισμένος λαός τού κόσμου. Με την επανάστασή τους αποκάλυψαν τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Είναι η πιο ματαιόδοξη και η πιο ανειλικρινής φυλή τής γης, μία χημική ένωση από όλα τα ελαττώματα των προγόνων τους. Σε αυτά πρέπει να προσθέσεις και τα ελαττώματα των Τούρκων και των Εβραίων. Και όλα αυτά ανακατεμένα σε ένα τσουκάλι δουλείας”.

»Σε κάποιον άλλο είχε πει: “Μ΄ αρέσουν οι Έλληνες. Είναι γοητευτικοί κατεργαρέοι με όλα τα ελαττώματα των Τούρκων, αλλά χωρίς το θάρρος τους. Μου αρέσει η υπόθεση τής ελευθερίας τού ελληνικού έθνους, μόνο που περιφρονώ τη σημερινή φυλή των Ελλήνων. Τους λυπάμαι, αλλά δεν πιστεύω πως είναι καλύτεροι από τους Τούρκους. Πιστεύω μάλιστα, ότι σε πολλά τους ξεπερνούν οι Τούρκοι”.


»Ένας συγγενής του γράφει: “Ο λόρδος Μπάυρον ούτε έδειξε ούτε ένιωσε ποτέ μεγάλο ενθουσιασμό για τους Έλληνες. Ήταν έτοιμος να θυσιάσει χρήματα, ασχολίες και απολαύσεις στον βωμό τής ελευθερίας, αλλά σ΄ αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει δίψα για δύναμη και δόξα και όχι προσήλωση στις αρχές τής ελευθερίας”» (σελ. 170-176).

Όταν ο λόρδος Βύρων ανέβηκε στην Ακρόπολη το 1809, αντίκρυσε με αδιαφορία τον Παρθενώνα. Οι παρατηρήσεις του ήταν αντάξιες των πρακτικών συλλογισμών τού υπηρέτη του, Φλέτσερ. Μόνο ο φίλος τού Μπάυρον, ο λόγιος Χομπχάουζ, ξεχώρισε ανάμεσα σ΄ αυτόν τον εκπληκτικό αρχοντοχωριατισμό τής αγγλικής συντροφιάς: “Ο Μπάυρον και ο Χομπχάουζ ανέβηκαν στην Ακρόπολη προσφέροντας στον οθωμανό διοικητή τσάϊ και ζάχαρη. Βρήκαν θαυμάσια υποδοχή από τον πειναλέο αυτό υπάλληλο, που από τα εκατόν πενήντα πιάστρα τού μισθού του έπρεπε να πληρώνει και τους στρατιώτες του. Τους σεργιάνισε ανάμεσα στα λευκά ερείπια των ναών.

- Ω, μάϊ λόρντ, είπε ο Φλέτσερ. Τι ωραία τζάκια θα κάναμε μ΄ όλο αυτό το μάρμαρο!

- E λοιπόν, είπε ό Χομπχάουζ, δείχνοντας το ναό, να κάτι πραγματικά μεγαλόπρεπο.

- Αυτό μοιάζει περισσότερο με το Δημαρχείο τού Λονδίνου, απάντησε ψυχρά ο Μπάυρον” (Αndre Maurois, Byron, σελ. 135).


Τριπολιτσά: Πολιορκία, αλισβερίσι,
ξολοθρεμός, φρίκη, πλιάτσικο.
Η πολιορκία τής Τριπολιτσάς ελάχιστα είχε να κάνει με μάχες. Έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις για το ποιοι από τους -πλούσιους- πολιορκημένους θα πληρώσουν τούς πολιορκητές, για να βγουν από την πόλη. Εν τω μεταξύ η Τρίπολη ήταν σε κακά χάλια, με πτώματα σε αποσύνθεση στους δρόμους, έλλειψη νερού και τροφής, τα οποία εμπορεύονταν οι πολιορκητές. “Ξολοθρεμός και φρίκη”, το τίτλος τού κεφαλαίου:

«Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πτώματα σε αποσύνθεση. Οι Έλληνες ορμούσαν κατά μάζες από όλα τα σοκάκια. Το αίμα έτρεχε από όλες τις μεριές, όταν μπήκαμε στην πολιτεία. Αδύνατη η περιγραφή. Βλέπαμε να εκσφενδονίζονται από τα παράθυρα γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. Οι στρατιώτες διεκδικούσαν με λύσσα την είσοδο στα πλουσιόσπιτα. Ολόκληροι τοίχοι γκρεμίζονταν, καθώς χυμούσε επάνω τους το μανιακό πλήθος, λες και ήταν αρχαίος πολιορκητικός κριός. Οι πυρκαγιές φούντωσαν από παντού. Κόλαση φωτιάς και αίματος. Η ζέστη τής φωτιάς διπλασίαζε την κάψα τού ήλιου. Ατέλειωτο ντουφεκίδι. Κραυγές ετοιμοθάνατων, άγρια ξεφωνητά των νικητών...

»Ένας νομός μόνο κυριαρχούσε, ο νομός τής καταστροφής, ένα σύνθημα, το σύνθημα τής σφαγής. Και μέσα σ΄ όλα αυτά, πυρκαγιά φούντωσε και αποτέφρωσε το σεράι. Οι γυναίκες τού χαρεμιού παραδόθηκαν από τους Αρβανίτες στο σώμα τού Αναγνωσταρά. Τις οδήγησαν σε έναν κήπο. Εκεί πήγαν και τους επίσημους Τούρκους. Όσοι δεν είχαν αξίωμα σφάχτηκαν ή ρίχτηκαν στις φλόγες. Οι δερβίσηδες μιας μουσουλμανικής σχολής, που αντιστάθηκαν, κατακρεουργήθηκαν και τα μέλη τους διασκορπίστηκαν παντού...» (σελ. 37-38).



Τα στρατιωτικά διπλώματα τού Κωλέττη
«Υπηρέτες, ιπποκόμοι, “τσιμπούκ ογλάν”, αρχόσχολοι και τυχοδιώκτες, προβιβάζονταν σε αντιστράτηγους και χιλιάρχους με μεγάλους μισθούς. Ο καπετάν Στουρνάρης ζητάει από τον Μαυροκορδάτο βαθμούς για όλους τους συγγενείς του: “Νά γράψεις εις την Κεντρική Διοίκησιν να μας έρθουν τα διπλώματα, καθώς κάτωθεν σού τα γράφω, ότι με αυτό συμφώνησε όλο το σπίτι και να κάνωμε τέρατα και σημεία! Η αντιστρατηγία εις τον υιόν μου, Γιαννιό, η στρατηγία τού χιλιάρχου Γρηγόρη, χιλιαρχία τού αδελφού μου, Στέριο, χιλιαρχία τού εξαδέλφου μου Γιακωβάκη”. Ο Στουρνάρης ζήτησε είκοσι πέντε διπλώματα και τα πήρε. Ακόμη και ο ίδιος ο Κασομούλης ομολογεί, ότι πήρε δίπλωμα χιλίαρχου. Αναφέρεται μάλιστα και ένα απίστευτο περιστατικό. Όταν ο Ιμπραήμ κατέλαβε τη Σφακτηρία, έσφαξε, μεταξύ άλλων, και τον υπηρέτη τού Μαυροκορδάτου, στις τσέπες τού οποίου βρέθηκαν 300 λίρες εγγλέζικες και βενετικά φλουριά. Είχε δίπλωμα αξιωματικού!» (σελ. 150).



Ο Κωλέττης σπαταλά το αγγλικό δάνειο
«Πεινασμένοι, ρημαγμένοι, γυμνοί, ξυπόλυτοι, ενδεείς, κατακρεουργημένοι από Τούρκους και Ρουμελιότες, οι άτυχοι Μοραΐτες, έχασαν πια κάθε ελπίδα, ότι μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα. Ήλπιζαν, ότι το αγγλικό δάνειο θα εχρησιμοποιείτο αποκλειστικά για τις ανάγκες τού Αγώνα και βλέπουν να το σπαταλά ασυνείδητα ο Υπουργός Πολέμου, ο “μινίστρος” τού Πολέμου, Κωλέττης, για την εξαγορά των συνειδήσεων και την εξόντωση των ηγετών τους. Αντί να διαθέσει το αγγλικό δάνειο, το οποίο θα το πλήρωνε και το πλήρωσε ο επαναστατημένος ραγιάς, για τις πολεμικές ανάγκες τής επαναστατημένης πατρίδας, το διέθετε για να διασπάσει τον εθνικό αγώνα, τη στιγμή μάλιστα, που ο Ιμπραήμ τής Αιγύπτου, είχε βάλει ρότα για τις Πελοποννησιακές ακτές. Αυτό το άθλιο υποκείμενο, δεν το ενδιέφεραν οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι, ούτε στη φάση αυτή η ελευθερία τής πατρίδας. Τον απασχολούσε το πώς θα εξουδετερώσει τους στρατιωτικούς και τους καπεταναίους, που ήσαν οι μόνοι λαοφίλητοι ηγέτες, ώστε να κυριαρχήσει η φατρία του και αυτός να αναγορευθεί αρχηγός και σωτηράς τού έθνους» (σελ. 151).


Ο άδοξος θάνατος τής Μπουμπουλίνας
Στις 23 Μαΐου 1825 η πιο γνωστή γυναίκα του Αγώνα σκοτώνεται στις Σπέτσες. Να πώς περιγράφει στο ημερολόγιο του ο Ιταλός συνταγματάρχης Giacinto Colegno τον θάνατό της: «Ένας από τους γυιους της είχε ερωτευθεί την κόρη κάποιου ψαρά και ήθελε να τη στεφανωθεί, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις τής μάνας του. Τι κάνει, όμως, η Μπουμπουλίνα; Βρίσκει ευκαιρία, που ο γυιός της έλειπε σε εκστρατεία καπετάνιος σε καράβι και καλεί την κοπέλα στο σπίτι της, για να της πεί δήθεν, ότι είναι σύμφωνη με το γάμο. Αλλά μόλις μπήκε μέσα η κοπελιά, αμπαρώνει την πόρτα και απειλεί το κορίτσι με θάνατο, αν δεν παντρευτεί αμέσως έναν από τούς υπηρέτες της. Εκείνη αρχίζει να κλαίει και να φωνάζει απελπισμένα. Ακούει ο κόσμος τις φωνές, τρέχει και πολιορκεί το σπίτι. Ανάμεσα στο πλήθος και ένας αδελφός τού κοριτσιού, που οπλισμένος απειλεί να σπάσει την πόρτα, αν δεν αφήσουν ελεύθερη την αδελφή του. Τότε η Μπουμπουλίνα αγριεμένη προβάλλει στο παράθυρο και λέει, ότι στο σπίτι της αυτή είναι αφεντικό και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ο αδελφός πυροβολεί και η Μπουμπουλίνα πέφτει νεκρή». (Diario dell΄ assedio di Navarino, σελ. 312).


Η φυλακή τής Αρχιεπισκοπής
για τους πιστούς, που όφειλαν στην Εκκλησία
«Ο βοεβόδας και ο καδής απέφευγαν κάθε ανάμειξη στις διαφορές μεταξύ των Ελλήνων. Αυτές τις δίκαζε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, τού οποίου η τοπική αρμοδιότητα έφθανε μέχρι τη Βοιωτία και την Κόρινθο και ο οποίος είχε στη δικαιοδοσία του 36 εκκλησίες και 200 εξωκκλήσια, το καλύτερο και μεγαλύτερο σπίτι στην Αθήνα, με μεγάλη αυλή και μεγάλο περιβόλι και... μία φυλακή, για να φυλακίζει όσους καθυστερούσαν την καταβολή τής εκκλησιαστικής εισφοράς, όπως φυλακίζονται σήμερα οι οφειλέτες τού ΙΚΑ και τού ΤΕΒΕ, για υπεξαίρεση ασφαλιστικών εισφορών.

»“Πλάι στην κατοικία του υπήρχε φυλακή για τον εγκλεισμό των παραβατών. Μπορούσε να τους τιμωρήση με ξυλοδαρμό και σε ορισμένες περιπτώσεις να τους καταδικάση σε θάνατο”.
(John Hobhouse, Recollections of a long life, London, 1909, τ. 1, σελ. 248). Έτσι μπράβο. Να μην μπορεί να σφάξει ο τσοπάνος ένα αρνί από το κοπάδι του; Από πότε μπορεί να ισχύει μία τέτοια απαγόρευση; Για να σοβαρευτούμε όμως, τα δικαιώματα αυτά δεν ήταν φανταστικά, αλλά απόρροια των προνομίων, που παραχώρησε ο σουλτάνος στον κλήρο. Σύμφωνα με τα σουλτανικά διατάγματα, τα πατριαρχικά και επισκοπικά δικαστήρια είχαν πολιτική και ποινική δικαιοδοσία και αρμοδιότητα. Ειδικά ο πατριάρχης “εδικαιούτο χάριν των τής εκκλησίας αναγκών, και να φορολογή ου μόνον τον κλήρον, αλλά και τους λαϊκούς και να συντηρή αστυνομικούς στρατιώτας η γενιτσάρους εν τη υπηρεσία αυτού, όπως διευκολύνει μεν την είσπραξιν, εκτελεί δ΄ απευθείας τας αποφάσεις αυτού, εξ΄ ου και ιδίας φύλακας εδικαιούτο να έχη.”

»Σήμερα τέτοιες αρχιεπισκοπικές φυλακές δεν χρειάζονται. Κράτος και Εκκλησία είναι το ίδιο πράγμα στη σημερινή Ελλάδα. Άλλωστε, ο σημερινός αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν δικάζει τώρα ο ίδιος. Απλώς επηρεάζει. Είναι σα να δικάζει. Έχει τον τρόπο του. Δεν έχει δική του κυβέρνηση. Είναι η κυβέρνηση. Η εκκλησιαστική εξουσία επί του ποιμνίου, συνεχίζεται να ασκείται, όπως κι επί oθωμανικής κατοχής και τα σουλτανικά προνόμια εξακολουθούν να ισχύουν, περιβεβλημένα με την ισχύ νόμων τής ελληνικής πολιτείας. Μόνο, που η φορολογία υπέρ της Εκκλησίας δεν εισπράττεται πλέον απ΄ ευθείας από την ίδια, με δικούς της γενίτσαρους, όπως συνέβαινε στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα. Δεν υπάρχει τώρα τέτοια ανάγκη. Γι΄ αυτό φροντίζει το κράτος. Οι αστυνομικές δυνάμεις τής πολιτείας είναι, κατά πάντα και εν παντί, ταυτοχρόνως και αστυνομικές δυνάμεις τής Εκκλησίας. Ο φορολογούμενος πολίτης καταβάλλει σήμερα υποχρεωτικά τον οβολόν του στην εφορία, για να πληρωθεί το ιερατείο και να καλυφθούν γενικότερα οι απροσδιόριστες ανάγκες τής Εκκλησίας. Από την άλλη μεριά, Εκκλησία, μοναστήρια, ευαγή και μη ευαγή ιδρύματα τής Εκκλησίας, ποικιλώνυμες οργανώσεις, επιχειρήσεις, ανώνυμες και μη εταιρείες, εκκλησιαστικές ομάδες, ξενοδοχεία κ.λπ., που για ιερούς (;) σκοπούς έχει συστήσει και κατασκευάσει η Εκκλησία και τα μοναστήρια, ενώ σωρεύουν απεριόριστο πλούτο και διαθέτουν τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία, εξαιρούνται τής φορολογίας» (σελ. 284-287).


* * *
Η Ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές και τους ισχυρούς, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να παοσιωπούν, να αποκρύπτουν ή -το χειρότερο- να παραποιούν και να αλλοιώνουν την αλήθεια κατά το δοκούν αποκοιμίζοντας το λαό και αποστερώντας τον από την αληθινή ιστορία του. Διδασκόμαστε έτσι μιά κατασκευασμένη, μια “εικονική ιστορία”, που εξυπηρετεί πάντοτε την εκάστοτε άρχουσα τάξη, η οποία έχει την τάση να εξωραΐζει τα γεγονότα
προς όφελός της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More