29 Σεπ 2014

Το λαοφιλές μοτίβο της αδικίας

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Παντελής ΜπουκάλαςTi να συμβαίνει άραγε; Αισθανόμαστε ως Ελληνες συνολικά αδικημένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, και κυρίως από τους συμμάχους μας, και κατόπιν επιμερίζουμε αυτή την αδικία στον καθένα μας ξεχωριστά; Ή μήπως νιώθει ο καθένας μας ξεχωριστά αδικημένος από όλους τους υπόλοιπους και κατόπιν, αθροίζοντας τις επιμέρους αδικίες, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αδικούμαστε συνολικά ως χώρα, ως έθνος, ως φυλή; Από το ατομικό στο εθνικό ή από το εθνικό στο ατομικό; Η κότα και τ’ αυγό, όντως. Αλλωστε όλα ξεκίνησαν με έναν τρόπο που επιτρέπει να απαντήσουμε καταφατικά και στα δύο ερωτήματα, όπερ άτοπον. Η αδικία λοιπόν που διέπραξε μια φορά κι έναν καιρό ο ερωτύλος Πάρις εναντίον του Μενελάου ήταν εξατομικευμένη: ένας τρανός βασιλιάς προσβλήθηκε από ξένο βασιλόπουλο που σκλαβώθηκε από τα κάλλη της Ελένης. Η προσωπική προσβολή όμως αναβαθμίστηκε σε εθνική, πιθανόν επειδή οι βασιλιάδες των πόλεων της Ελλάδας τη θεώρησαν μια καλή ευκαιρία να τιμωρήσουν την Τροία και να απαιτήσουν αποζημίωση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί εις εξ αυτών.

Αυτή είναι η μία ερμηνεία. Μια δεύτερη πάει εντελώς ανάποδα, από το εθνικό στο ατομικό [σημειωτέον ότι ο Ομηρος χρησιμοποιούσε τον όρο «έθνος» τόσο επί αθροίσματος ανθρώπων, «ετάρων (εταίρων) έθνος», όσο και επί φυλών, «Λυκίων μέγα έθνος», «Αχαιών έθνος» κτλ., αλλά και επί πληθυσμού ζώων: έθνεα μυιάων (μυγών), μελισσάων, ορνίθων]. Οπως θυμόμαστε από τη μυθολογία, όταν συνέρρευσαν στη Σπάρτη οι υποψήφιοι σύζυγοι της Ελένης (από 29 έως 99, ανάλογα με τον μυθογράφο-αφηγητή), ο πατέρας της ο Τυνδάρεος, με τη συμβουλή του Οδυσσέα, πήρε προληπτικά μέτρα: τους όρκισε ότι αν συμβεί κάτι κακό στην πανωραία κόρη του, θα σπεύσουν όλοι ζωσμένοι τ’ άρματα για να δώσουν χείρα βοηθείας. Το ατομικό δηλαδή (ή έστω το οικογενειακό) χαρακτηρίστηκε εκ των προτέρων εθνικό, πανελλαδικό. Ωστε την κρίσιμη στιγμή, της πανστρατιάς, να μην υπάρξει λουφαδόρος. Μολαταύτα υπήρξε ένας, και μάλιστα ο Οδυσσέας, που παράστησε τον τρελό αλλά τον ξεσκέπασε ο Παλαμήδης, τον οποίο ο μνησίκακος Ιθακήσιος ξεπάστρεψε αργότερα, στην Τροία. Ενας δεύτερος που λίγο έλειψε να μην εκστρατεύσει, ο ωκύπους Αχιλλέας, δεν είχε τρέξει να δηλώσει υποψήφιος σύζυγος της Ελένης και κατά συνέπεια δεν δεσμευόταν από κανέναν όρκο. Η μάνα του όμως η Θέτιδα, που ήξερε τα θανάσιμα μελλούμενα, για να ακυρώσει το εμπόλεμο γραφτό του γιου της, τον έντυσε γυναικεία και τον έστειλε να ζήσει στη Σκύρο, στην αυλή του Λυκομήδη, παρέα με τις βασιλοπούλες, που τον αποκαλούσαν Πύρρα, λόγω των πυρρόξανθων μαλλιών του. Αυτόν τον ξεσκέπασε ο Οδυσσέας. Τον Αχιλλέα λοιπόν τον θυμήθηκε ο Αλέξανδρος, παθιασμένος αναγνώστης της «Ιλιάδας», και τέλεσε θυσίες στην Τροία, αμέσως μετά την απόβασή του στην Ασία. Ο Μακεδόνας άλλωστε ανήγε την καταγωγή του στον βασιλιά των Μυρμιδόνων, από τη μητέρα του (από τον πατέρα του κρατούσε από τον Ηρακλή). Θυμήθηκε επίσης ο Αλέξανδρος τον Ξέρξη και, εκτός από την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, πρόβαλε σαν αιτία και στόχο της εκστρατείας του την τιμωρία των απογόνων του Πέρση βασιλιά, που είχε αδικήσει βαρύτατα την Ελλάδα ενάμιση αιώνα πριν.

Πολύ παλιό λοιπόν το μοτίβο της αδικίας, στη μυθολογία και την Ιστορία. Δεν λέω, προς Θεού, ότι το κληρονομήσαμε μαζί με τα Μάρμαρα. Ούτε και είμαστε εμείς ο μοναδικός λαός που νιώθει αδικημένος. Αν σκεφτούμε πόσες «μεγάλες ιδέες» κυκλοφορούν στα σημερινά Βαλκάνια, στο φανατισμένο μυαλό εθνικιστών και σε «αλυτρωτικούς» χάρτες (Μεγάλη Αλβανία, Μεγάλη Σερβία, Μεγάλη Ρουμανία, Μεγάλη Βουλγαρία, Μεγάλη Τουρκία, Μεγάλη Ελλάδα βέβαια, συν η Μεγάλη Μακεδονία που ονειρεύονται οι γκρουεφσκικοί στην ΠΓΔΜ), θα συμπεράνουμε ότι σχεδόν όλοι οι Βαλκάνιοι αισθάνονται αδικημένοι από τα σύνορα. Και δεν ξέρω πώς χαρακτηρίζουν οι άλλοι λαοί τους κριτές και επικριτές τους, εμείς πάντως φορτώνουμε στον όρο «ανθελληνισμός» όχι πολιτικό αλλά ηθικό περιεχόμενο, σαν να είναι μια βλασφημία κατά της ίδιας της Ιστορίας, μια ύβρις κατά του Θεού. Περίπου το ίδιο κάνουν οι Ισραηλινοί με τον όρο «αντισημιτισμός». Ποιος περιούσιος λαός αντέγραψε τον άλλον, άγνωστο.

Διαχρονική, διαταξική και διεπαγγελματική η σιγουριά της αδικίας. Δεν φτάνει που μας αδικούν στη δουλειά και την προαγωγή τη δίνουν πάντοτε σε κάποιον άλλον· δεν φτάνει που τα βραβεία δίνονται σε ανάξιους (συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς κ.ο.κ.)· δεν φτάνει που το χωριό μας είναι το πιο αδικημένο του νομού· δεν φτάνει που ο νομός μας είναι ο πιο αδικημένος της χώρας· δεν φτάνει που η χώρα μας είναι η πιο αδικημένη της Ευρώπης, κι ας της έδωσε τα φώτα· δεν φτάνουν όλα αυτά, αδικούν από πάνω καταφανέστατα και την ομάδα μας, το αποκούμπι μας. Καθόλου τυχαίο λοιπόν που για πολλά χρόνια γίνονταν σουξέ όσα λαϊκά τραγούδια αδικολογούσαν, ιδίως όσα τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αν έχει ερευνηθεί λαογραφικά το θέμα της αδικίας στο λαϊκό τραγούδι δεν το ξέρω, για την παρουσία της πάντως στη δημοτική μας ποίηση έχει εκδώσει ένα σημαντικό βιβλίο ο Γκυ Σωνιέ, στα γαλλικά.

Ηταν λοιπόν ένας καιρός, μετά το 1961, που οιονεί εθνικός μας ύμνος είχε γίνει ένα τραγούδι σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μουσική του Στέλιου Καζαντζίδη, που το τραγουδούσε: «Μανούλα θα φύγω, μην κλάψεις για μένα. / Η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω. / Το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά / και φεύγω με πίκρα στα ξένα. /Μ’ αδίκησαν, μάνα, βαριά με πληγώσαν / και ό,τι αγαπούσα το έχασα πια…». Εδώ η αδικία υποδηλώνεται κοινωνική, με τους γενικευτικά καχύποπτους όρους που μπορούν να θίξουν το θέμα λίγοι στίχοι, παρά ερωτική ή οικογενειακή όπως σε άλλα τραγούδια. Σαρωτικό είναι το συμπέρασμα στο ρεφρέν άλλου τραγουδιού (στίχοι Κώστας Κοφινιώτης, μουσική Σταύρος Τζουανάκος), που το είπε και ο Καζαντζίδης και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης: «Οπου άνθρωπος κακία / και προπάντων αδικία». Πάλι Καζαντζίδης (σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική Θόδωρου Δερβενιώτη): «Μεγάλη αδικία, μεγάλη αδικία, / μεγάλη αδικία και καταστροφή, /εμένα με αδίκησαν και μ’ έχουν καταστρέψει, / σε ποιον να πω τον πόνο μου και ποιος να με πιστέψει. // Μεγάλη αχαριστία, μεγάλη αχαριστία, / μεγάλη αχαριστία σε τούτο τον ντουνιά».

Λοιπόν; Το τραγούδι καθοδήγησε τον κόσμο ή η ζήτηση του (μεταπολεμικού, φτωχού και ξενιτεμένου) κόσμου καθοδήγησε το τραγούδι, τουλάχιστον στις κοινωνικότερες δοκιμές του; Τελειώσαμε κι είμαστε στην αρχή…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More